ΤΟ ΓΙΑΤΡΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ

 

Το γιατρικό του Μανώλη


-Μαργή, ε Μαργή, που ‘σαι μωρή και θα λιγωθώ θέλει.

-Σώσον ελέησον. Ιντά ‘παθες Αργυρή και φωνιάζεις; Ιδέ τηνε που ‘ναι σαν το πανί άσπρη. Κάτσε στο πεζούλι να σου φέρω μια ολιά νερό για δε σε θωρώ καλά.

-Άσε δα τα νερά κι έλα έπαε να σου πω. Σίμωσε μωρή κοντά μην μασε γροικούνε.

-Εδαιμονίστηκες μου φαίνεται. Ορίστε ήκατσα. Λέγε δα, ιντά ‘παθες.

-Ο καλόχαρος που ‘χω, οψές εγύρισε αχάραγα απ’ το καφενείο ολομέθυστος κι ήπεσε φαρδύς-πλατύς χάμε στην κουζίνα. Εγανάχτησα να τονε σύρω στο κρεβάτι.

-Είδες καημένη, κι ίντα δηλαδή, ο πρώτος είναι γή ο τελευταίος που μεθά. Για το Θιο κάμε.

-Στάσου μωρή ν’ ακούσεις. Σαν τον ήβαλα λοιπόν με τα χίλια ζόρια να θέσει, ήρχιξε να μουγκρίζει, να κλαίει σαν το κοπέλι και να φωνιάζει τη συγχωρεμένη τη μάνα του. Μετά άρχισε να τρέμει σαν το ψάρι και να μου ζητά κουβέρτες γιατί εργούσε. Εδά πέντε ώρες ψήνεται στον πυρετό και φοβούμαι Μαργή πως θα ποθάνει.

-Σιγά δα Αργυρή μην ποθάνει έτσα θεριό. Εχάλασε τονε το κρασί. Σάλευε να τονε βλέπεις κι εγώ θα του σάσω το γιατρικό ντου.


Πηγή φωτογραφίας: διαδίκτυο




Έβαλε η Μαργή στο μικρό τσικαλάκι νερό και μια δεκαριά κουταλιές καφέ, χωρίς ζάχαρη. Σαν εψήθηκε ο καφές, έστυψε μέσα δυο μεγάλα λεμόνια και πήγε στο σπίτι της Αργυρής.

 

­-Έτοσες Αργυρή θα ποθάνει; Μια χαρά τονε θωρώ.

-Ήπεσέ ντου ο πυρετός μια ολιά κι αρχίζει να συνέρχεται. Δόξα τον Θεό.

-Άσε μου τονε δα και θα τονε συνηφέρω εγώ μια και καλή. Μανώλη, ε Μανώλη. Αδερφέ, ξύπνα.

 

        Ο Μανώλης άνοιξε λίγο τα μάτια. Όλο το σπίτι γύριζε και τα ξανάκλεισε.

 

-Όφου, όφου και θα ποθάνω θέλει. Αργυρή, έ Αργυρή.

-Άσε δα την Αργυρή κι ανασηκώσου μια ολιά να πιεις έναν καφέ που σου ‘σασα και θα δεις ότι θα γενείς περδίκι.

-Ποιά είσαι συ μωρή;

-Μωρέ αδερφός να σου πετύχει, δεν γνωρίζει την αδερφή του. Η Μαργή είμαι. Έλα πιες τον καφέ να συνηφέρεις.

 

           Σήκωσε τον αδερφό της μόνο-μόνο η Μαργή και του ‘δωσε να πιει από το «γιατρικό». Ήπιε μια καλή γουλιά ο Μανώλης και στρουφίξανε τα σιφούνια του απ’ την πικράδα του καφέ και την ξινάδα του λεμονιού. Πριν να προλάβει να αντιδράσει, η Μαργή γύρισε όλη την κούπα με τον καφέ κι ο Μανώλης το κατάπιε όλο. Εγροίκησε τα μηλίγγια του να σπάσουν, εμούδιασε το στόμα του κι ο νους του με μιας ξεδήλιανε.

 

-Όφου κι εψάκωσές με. Κουζουλή είσαι, ίντα διαόλους ήβαλες στον καφέ;

-Έτονε είναι το γιατρικό για όσους δεν αντέχουν το κρασί. Είδες που συνήφερες;

-Ίντα συνήφερα που γροικώ την κεφαλή μου να σπάσει. Φέρε μου Αργυρή μια ολιά νερό, μπας και ξεστρουφίξει η μπούκα μου.

-Να σου φέρω Μανώλη, μα πες μου ίντα ήπιες κι εγίνηκες έτσα;

-Ο κερατάς ο Μαθιός, επειδή παντρεύει το κοπέλι ντου, μας ήβγαλε ένα μαρουβά κι αρχίξαμε τσι κούπες. Δεν με νοιάζει μα θέλει λέει να πάω απόψε να κάνομε καντάδα. Όφου, όφου την κεφαλή μου.

-Ναι, στο χάλι που είσαι θα κάνεις και τον κανταδόρο.

-Σιγά μην αγγίξω κρασί. Άντε να πιω ένα ποτηράκι, έτσα για το καλό.

-Άστονε Αργυρή, άστονε να πάει να μπεκροπίνει μα δεν πειράζει. Έχω το εγώ το γιατρικό ντου έπαε κι αυτή τη φορά θα του το ποτίσω με την πύργια.

 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ