ΠΑΛΙΟ ΚΑΒΟΥΣΙ


Παλιό Καβούσι


Το παλιό καβούσι στις Δαφνές εγκαταλελειμμένο στο έλεος του χρόνου



Παλιά μου βρύση πέτρινη, ‘μορφοπελεκημένη,

η ανάγκη με τη χέρα της σ’ έχει θεμελιωμένη.

Από τα σπλάχνα σου νερό αστέρευτο σταλάσσει,

πόσους θεούς και δαίμονες δεν έχεις ξεδιψάσει.

Νεράιδες σου σιμώνανε να λούσουνε το σώμα

και σε ‘παν ανεβάλουσα ως πρόβαλες στο χώμα.

Φουντάνα σε ‘παν οι Ενετοί και του χωριού οι βιλλάνοι,

Καβούσι σε βαφτίσανε οι σκύλοι οι Μουσουλμάνοι.

 

Πόσα πουλιά για χάρη σου εγλυκοκελαηδίσαν,

πόσα οζά τσι γούρνες σου σκύψαν και προσκυνήσαν.

Πόσοι διαβάτες με πικρό ίδρο στο πρόσωπό τους,

δεν σε ‘δανε από μακριά και ‘κάναν τον σταυρό τους.

Σύναυγα ήφτανε ο σεβντάς να σε καλημερίσει,

με το χρυσό λαΐνι του να πιει και να γεμίσει

κι ο πόθος νυχτοπάρωρα ερχόταν μεθυσμένος

να κάτσει στα πεζούλια σου μ’ ελπίδες φορτωμένος.

Ρόδα και βιόλες σκαλιστές, βρύση μου σε στολίζαν

μ’ απ’ όλα τα ξομπλιάσματα πιότερο σε φωτίζαν,

των κοριτσιών ο αστράγαλος, ο ασημοφιλντισένιος

και των μανάδων ο λαιμός, ο αργυρομαρμαρένιος.

Χείλη γλυκά κι αφίλητα, βρύση μου σε φιλούσαν

και δάχτυλα ανέγγιχτα σε χαϊδολογούσαν.

Πρόσωπα ροδομάγουλα δρόσιζαν την ντροπή τους

και το νερό το κρούσταλλο ήπαιρνε τη μορφή τους.

 

Μα εδά η ανάγκη ξέχασε τη στράτα τη δική σου

κι η χρεία ‘πολησμόνησε που στάζει η πηγή σου.

Μήτε πουλιά σου τραγουδούν, μήτε οζά σιμώνουν,

μήτε διαβάτες στένουνται να σε ‘ποκαμαρώνουν.

Θεοί δεν σ’ ευλογούνε μπλιο, νεράιδες δεν αράσουν,

δαιμόνοι δεν καθίζουνε τσ’ αθρώπους να πατάσσουν.

Τα κάτασπρα πελέκια σου τα ομορφοσκαλισμένα

εδά εκιτρινίσανε κι είναι χορταριασμένα.

Οι σταμνοστάτες σου καιρούς έχουν να δουν λαΐνι

και τα σκαλούνια απάτητα ζαμάνια ‘χουν πομείνει.

Οι γούρνες σου που ήτονε σαφί ασβεστωμένες

χάσκουν εδά ολόξερες και χιλιοραϊσμένες.

Στσι μαρμαρένιες πλύστρες σου οι θύμισες βουρκιάζουν

και μες στην ξεχυλίστρα σου παλιές χαρές φωλιάζουν.

 

Πού πήγανε των κοριτσιών τα κουσκουσένια γέλια,

πού ‘ναι τα παιχνιδίσματα που ‘κάναν τα κοπέλια;

Γιάντα δεν βεγγερίζει μπλιο μαζί σου η σελήνη,

πού πάει ο ήλιος σαν φανεί τσ’ αχτίνες του να πλύνει;

Πού σμίγουνε του έρωτα τα ζαχαρένια χείλια,

που δροσερεύει τσι βραδιές την κάψα τζη η ζήλια;

 

Παλιά μου βρύση πέτρινη, πελεκητή μου κρήνη,

εδά μονάχα τ’ όνομα στον τόπο ‘χει πομείνει.

Μα ‘χω τα θάρρη σε ψυχές αμάλαγες ακόμα

που ‘χουν τις ρίζες τους βαθιά στο Κρητικό το χώμα,

να ‘ρθούνε στα πεζούλια σου μια νύχτα να γλεντήσουν

με το γλυκό τραγούδι τους να σε ξαναναστήσουν,

να ξανατρέξει το νερό στσι γούρνες που διψούνε,

να ξαναδροσερέψουνε τα έχνη που περνούνε,

να ‘ρθω κι εγώ που λαχταρώ να σε ξαναντικρύσω,

το σιγανομουρμούρισμα που κάνεις να γροικήσω,

να ποτιστεί η σκέψη μου που ‘ναι ‘ποξεραμένη

και να ξεπλύνω την καρδιά που ‘ναι σογαργιωμένη.

 

Βάστα γερά Καβούσι μου, ακόμα μην στερέψεις…

 

 

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ