ΖΑΛΑ ΤΗΣ ΠΡΕΠΙΑΣ
ΖΑΛΑ ΤΗΣ ΠΡΕΠΙΑΣ
Μάνα, γιατί μ’ έβαλες σε τούτη τη στράτα; Εδώ σαλεύουν λίγοι και τα
πόδια τους είναι ματωμένα απ’ τα τζουγκριά και τους ασπαλάθους. Η ράχη τους
είναι σκεβρωμένη απ’ την ασήκωτη βούργια του σεβασμού. Ποιός θα τους αλαφρώσει;
Τα ρούχα τους είναι γαργιωμένα απ’ τον πηχτό ιδρώτα της πρεπιάς. Ποιό νερό
καθάριο θα τα ξεπλύνει; Η ψυχή τους είναι φαρμακωμένη απ’ το θανατερό κεντρί
της περιφρόνησης. Ποιό ξαρρωστικό βοτάνι θα τους γιατρέψει;
![]() |
…Μάνα γιατί μ’
έβαλες σε τούτη τη στράτα;
Δεν θωρείς μάνα πόσα εμπόδια έχει τούτη η στράτα; Πώς θα τα περάσω;
Έχει λάκκους θεόρατους που μέσα τους σέρνονται οι τρικέφαλες οχιές της
απληστίας. Έχει βάτους αδιάβατους που τ’ αγκάθια τους, ατσάλινα νύχια της
αχαριστίας, θα ξεσκίσουν τις σάρκες μου. Έχει απάτητα χαράκια, βουρκιασμένα απ’
την ασταμάτητη βροχή του φθόνου. Χάσκουν τα γκρεμνά της αδιαφορίας σε κάθε
δεύτερο ζάλο που θα κάνω. Γλιστρούν τα ανεβολέματα της καλοσύνης που πρέπει να
σκαλώσω. Σπάνε οι φτενές πλακούρες της ταπεινότητας, στα χυματερά που πρέπει να
κατέβω.
Γιατί μάνα να μην πάρω την άλλη στράτα, την πιο σύντομη; Κοίτα πόσες
μυριάδες σαλεύουν εκεί. Το ζάλο τους ανάλαφρο, ως προχωρούν στο χιλιοπατημένο
μονοπάτι. Τί κι αν είναι ματοβαμμένο. Έχει παντού φυτεμένες πολύχρωμες βιόλες.
Τί κι αν είναι ψεύτικες. Άκου τα τραγούδια και τα γέλια τους. Τί κι αν τα
παίρνει ο δυνατός βοριάς της ματαιότητας. Κοίτα πως σαλεύουν ανέγνοιοι στην
καλοβολιά, δίχως εμπόδια, δίχως διλλήματα. Μονάχα καμιά φορά μπαίνει μπροστά
τους το ανάριο νέφαλο της ανθρωπιάς, μα το διαβαίνουν ξορκίζοντάς το. Γιατί
μάνα μ’ έβαλες στη στράτα της πρεπιάς;
Δεν σε έβαλα εγώ γιέ μου σε τούτη τη στράτα. Εσύ διάλεξες να κλουθήσεις
τα βαριά ζάλα μου. Εσύ πιάστηκες απ’ το σφιχτοφαμμένο μου φόρεμα και μπήκες
μαζί μου σε τούτη την κακοβολιά. Εδώ που ο δρόμος είναι μακρύς κι οι βρύσες
στερεμένες. Εδώ που κάθε αναπνιά είναι μαύρος αναστεναγμός και κάθε λέξη πικρή
σταγόνα στα χείλη. Τώρα, όπως όλοι που κλουθούμε τούτο το μονοπάτι, θα βαδίσεις
μοναχός σου. Θα κάμεις τα δικά σου ζάλα. Θα γράνεις με τον ιδρώτα σου το
αγγίνιο ακόμα πουκάμισο της ζήσης σου.
Δεν είναι για σένα η άλλη στράτα γιέ μου. Δεν κατέχεις εσύ να σαλεύεις
ανάλαφρα, δεν σου πρέπει το χιλιοπατημένο μονοπάτι. Εσύ είσαι μαθημένος στα
κακοτράχαλα φρούδια της περηφάνιας. Εσύ ξανοίγεις τον ανέσπερο ήλιο της αγάπης
κατάματα, κοίτα τους άλλους που έχουν χαμηλά το βλέμμα, ζυγώνοντας τον ίσκιο
τους. Εσύ χορταίνεις με μια μπουκιά σεβασμό, ξεδιψάς με μια σταγόνα πίστη,
κοίτα τους άλλους που είναι αιώνια αχόρταγοι, αιώνια διψασμένοι. Εδώ είναι η
θέση σου γιέ μου, στη στράτα της πρεπιάς.
Ένα μεγάλο μπράβο φίλε, πολύ καλό άρθρο πού σέ βάζει σέ σκέψεις για τα αυτά που αξίζουν στην ζωή πραγματικά . Ψηλά τό κεφάλι και περήφανος για αυτά που έχεις κάνει ή χαμηλά και με τύψεις.
ΑπάντησηΔιαγραφή