Ο ΣΥΡΝΑΥΤΗΣ

 

Ο Συρναύτης

Στο Φαλτέ Τζαμί, σ’ ένα καφενείο, κάθονται δυο μεσοκαιρίτες και πίνουν τον καφέ τους. Δίπλα τους, σ’ ένα στρογγυλό, σιδερένιο τραπεζάκι, έρχεται και κάθεται ένας λεβεντόγερος ψηλός με παχύ μουστάκι, καλοντυμένος, κρατώντας ένα κομπολόι στο χέρι. Γυρίζει ο ένας μεσοκαιρίτης και λέει στον άλλο:

-Μρε Γιώργη, έκειοσες ο γέρος δεν μοιάζει με τον Συρναύτη;

-Κατέω μρε ‘γω Νικολή. Τριάντα χρόνους έχομε να τονε δούμε.

-Έτοσας είναι σίγουρα, πάω να του μιλήσω.





Σηκώθηκε ο Νικολής, πλησίασε τον γέρο, ακούμπησε στο τραπεζάκι κι είπε:

             -Καλημέρα. Ο δάσκαλος ο Παπαδάκης δεν είσαι;

 

Σήκωσε ο γέρος τα μάτια του, κοίταξε τον άντρα κι είπε:

              -Ναι ο δάσκαλος είμαι κι εσύ είσαι ο Νικολής του Παναγιωτάκη.

 

Έσκυψε ο Νικολής με σεβασμό και φίλησε το χέρι του δασκάλου του:

              -Με θυμάσαι δάσκαλε μετά από τόσα χρόνια;

             -Όλους τους μαθητές μου τους θυμάμαι. Ποιός γονιός δεν θυμάται τα κοπέλια του. Εσύ δα τάξε ήσουνε κι από τσοι καλούς.

              -Έλα δάσκαλε να κάτσομε μαζί. Να, έπαε είναι κι ο αδερφός μου, ο Γιώργης.

 

Γύρισε ο δάσκαλος, είδε τον άλλο άντρα και είπε:

              -Α, έπαε είναι κι ο Φούτερος.

 

Έσκασαν στα γέλια κι οι τρεις, έκατσαν στο τραπέζι κι ο Νικολής φώναξε το γκαρσόνι:

              -Φέρε τον καφέ του δασκάλου και τρία κονιάκ να γιορτάσομε τη συνάντησή μας.

 

Κοίταξε ο δάσκαλος τους δύο άντρες και συγκινήθηκε. Έπαιξε του Νικολή ένα ελαφρύ χαστούκι και του Γιώργη του τράβηξε σιγανά το αυτί:

               -Το Γιωργιό, ο Φούτερος. Λέγε εδά που περάσαν τόσα χρόνια, εσύ μωρέ μου ‘βγαλες το παρατσούκλι, Συρναύτης;

               -Εγώ δάσκαλε, μα εταίριαζέ σου κιόλας. Τα αυτιά μας ήτονε σαφί ξεματωμένα, απου μας τα ‘σερνες με το μόνο-μόνο.

              -Ε, όχι δα και με το μόνο-μόνο, μια-μια τσι θυμούμαι τσι διαολιές σου. Ανε τσι ‘λεγα όλες του κυρού σου θα σ’ είχε σκοτωμένο ετότεσας. Δεν ήσουνε βέβαια ο μόνος, ο νους σας ολονών ήτονε μόνο στις ξωριές και στα οζά.

              -Ε, κοπέλια ήμασταν.

             -Τρεζοκόπελα ήσασταν. Θυμούμαι μια φορά που εβάλατε αποβραδίς μια δεκαρά αίγες στην τάξη και το πρωί που άνοιξα το σχολείο είχανε κάνει τον κόσμο σύχρηστο.

             -Ναι και μας έβαλες να βγάλομε τα θρανία όξω, να κάμομε μάθημα στη κρυγιότη. Εκοντέψαμε να πάθομε πνευμονία.

             -Ε, μα έτσα δεν εξαναβάλατε οζά στην τάξη. Άλλη φορά πάλι είχατε βάλει μια σφιγγιά στην τάξη για να μην κάνομε μάθημα.

             -Ναι και τηνε πλέρωσα εγώ. Εθάρρουνα έκεινα την ημέρα πως μου ξεπάτωσες το αυτί. Δυο μέρες ήκλαιγα.

             -Αθρώπους εξάνοιγα να σασε κάμω Γιώργη, να σασε μαϊνάρω που ήσασταν αγρίμια. Μα εδά που σασε θωρώ, σάικα κι έκαμα καλή δουλειά.

              -Ότι μπορούσες έκαμες δάσκαλε. Εγώ πάντως σε φοβούμουνε πολύ κι εδά που σ’ είδα, μου ‘ρθε να πιάσω τ’ αυτιά μου μην μου τα σύρεις.

Είπε γελώντας ο Γιώργης και σκύβοντας φίλησε το ζαρωμένο χέρι του δασκάλου του. Σήκωσε ο γέρος το ποτήρι με το κονιάκ και δακρυσμένος είπε:

               -Στην υγειά σας παιδιά μου. Χάρηκα πολύ που σας είδα. Ε, Γιώργη παιδί μου συχώρα με, φαίνεται πως σου είχα ιδιαίτερη αδυναμία.

Σκούντριξαν τα ποτήρια τους και γελώντας συνέχισαν την κουβέντα τους για τα αλησμόνητα σχολικά χρόνια.

 

(Ευχαριστώ τον εξαίρετο σκιτσογράφο και φίλο μου Στέλιο Τρουλλινό για την πάντα σε ετοιμότητα έμπνευσή του)

Σχόλια

  1. περασαν στιγμες μπροστα μου απο τον συγχωρεμενο το κυρη μου .με φοιτητες του, που τον εβλεπαν σοτν δρομο και τον χαιρετουσαν............. καμια σχεση βεβαια με οσα γραφεις .........αλλα μου το θυμησαν.....

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ