ΜΑΝΑ ΠΕΤΡΟΠΕΡΔΙΚΑ

 

Μάνα πετροπέρδικα

Σ’ ενούς πλατάνου την κορφή αηδόνι ‘ναι χωσμένο

και λημεριάζει μοναχό, καιρό ξεταιριασμένο.

Νημένει με παράπονο να βγει το νιο φεγγάρι

τον πιο γλυκύ κελαϊδισμό με δάκρυ να ντακάρει.

Τεντώνει τη φαρδιά ουρά, τινάσσει τα φτερά του

κι ανασηκώνει το λαιμό για ν’ ακουστεί η λαλιά του.

Μα ξάφνου απ’ ένα αγρούλιδα γέρο, καμπουριασμένο

με στρουφιγμένα τα κλαδιά και κατσοπρινιασμένο,

μια μάνα πετροπέρδικα καμαρωτή πορίζει,

ανοίγει τ’ αργυρά φτερά κι ομορφοκακαρίζει.

Γροικά τ’ αηδόνι στο δεντρό καλά μαχωνιασμένο

κι απείς σωπαίνει η πέρδικα προβαίρνει μανισμένο:


Φωτογραφία: FokusNatur 


«Ίντα ζυγώνεις πέρδικα στα χαμηλά τα μέρη,

έπαψε μπλιο να σε φελά του αοριού τ’ αγέρι;

Βαρέθηκες από ψηλά τον κάμπο να βιγλίζεις,

στις άκρες και στα πλάγια δεν θες να στραταρίζεις;

Φασκομηλιά δεν γεύεσαι, θυμάρι δεν λιγώνεις,

τη μαντζουράνα δεν τσιμπάς, σ’ έρωντα δεν σιμώνεις,

γή το νερό σου φάνηκε πολλά κρουσταλλιασμένο

και ρέχτηκες ετούτο ‘δω, το κατσιγαριασμένο;

Είσαι αφέντρα τω πουλιώ και ρήγισσα στα έχνη,

ξόδιασε ο θιός στα κάλλη σου την ακριβή του τέχνη.

Η μπίκα σου ‘ναι πορφυρή, τα μάτια ρουμπινένια,

η φορεσά σου ξομπλιαστή, τα πόδια κοραλλένια,

το ζάλο σου στραταριστό, χιλιοτραγουδισμένο,

το στήθος σου περήφανο και μυριοζηλεμένο.

Μα μένα είναι ταπεινή κι άχαρη η φορεσιά μου,

κάλλη δεν μου ‘δωκε ο θιός, μονάχα τη λαλιά μου

και ρέγομαι το μπιστικό φεγγάρι ν’ ανημένω,

να τραγουδώ για ένα πουλί αλαγροξορισμένο.

Μορφοροδίζει η αυγή σαν ‘κούσει τη μιλιά σου

και με περίσσα χρώματα στολίζει τα φτερά σου.

Ο ήλιος βγαίνει ανέφαλος οντε τονε ξυπνήσεις

γιάντα τη νύχτα πέρδικα βγήκες να κακαρίσεις;»

 

Με κόπο η πετροπέρδικα την κεφαλή σηκώνει,

ξανοίγει το μικιό πουλί, του λέει κι αναδακρυώνει:

 

«Αηδόνι της ανατολής, αλαργοταξιδιάρη,

απου ‘σαι όλων των πουλιών σύζηλο και καμάρι,

γιατί κιανένα στο γλυκό τραγούδι δεν σε φτάνει,

κι όποιος διαβάτης σε γροικά την εμιλιά του χάνει.

Τα όρη μπλιο δεν με φελούν, τσοι κάμπους δεν βιγλίζω,

στις άκρες και στα πλάγια μπλιο μου δεν στραταρίζω.

Φασκομηλιά δεν γεύομαι, θυμάρι δεν λιγώνω,

τη ματζουράνα δεν τσιμπώ, σ’ έρωντα δεν σιμώνω,

ούτε κουτούτο λαχταρώ και κρουσταλλένια βρύση,

γιατί ‘χασα ότι αγαπώ σε τούτηνε τη ζήση.

Γεράκι γοργοφτέρουγο εβρήκε τη φωλιά μου

κι εσκότωσε το ταίρι μου, ήπνιξε τα πουλιά μου.

Κυνηγημένη έφταξα με κλάηματα, με πόνους

σε τούτο τον αγρούλιδα και χώστηκα στσοι κλώνους.

Τρεις μέρες τώρα δεν διψώ, φαΐ δεν μου μυρίζει

κι ήβγαλε η μαύρη μου ψυχή φτερά και πεταρίζει.

Γι’ αυτό η έρμη επόρισα να γλυκοκακαρίσω

μες στη νυχτιά στερνή φορά τα μάτια πριν σφαλίσω».

 

Τ’ αηδόνι οντε την άκουσε ήβγαλε μαύρο δάκρυ,

φτερούγισε και στάθηκε στ’ αγρούλιδα την άκρη,

το στοματάκι του ήνοιξε να ομορφοκελαηδήσει,

τη μάνα πετροπέρδικα για ν’ αποχαιρετήσει.


Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου