Η ΧΕΡΑ ΤΗΣ ΚΑΛΟΓΡΑΣ

                                                             Η χέρα της καλογράς


Οκτώβριος του ’42. Δεν έχει δείξει ο χειμώνας ακόμα τα δόντια του, μα το χωριό είναι παγωμένο μήνες τώρα. Σχεδόν αμέσως μετά τη Μάχη της Κρήτης οι Γερμανοί εγκατάστησαν διοικητήριο στο χωριό για να ελέγχουν τη γύρω περιοχή. Νοικοκύρηδες και εργατικοί οι χωριανοί. Το κρασί και η σταφίδα πουλιόταν εύκολα πριν τον πόλεμο κι έτσι δεν έλειπε τίποτα από τα καλοσασμένα σπίτια τους. Τώρα το χωριό γέμισε Γερμανούς κι ο φόβος έτρεχε σαν άγριος ποταμός στα πλακόστρωτα σοκάκια. Κάποιες καρδιές όμως είναι φτιαγμένες από άφθαρτα υλικά κι ο φόβος δεν τις καταλεί. ‘Έτσι η λευτεριά κυνηγημένη και λαβωμένη, έβρισκε καταφύγιο σε πολλές τέτοιες καρδιές.

Όλοι σχεδόν οι άντρες του χωριού είχαν πολεμήσει στην Αλβανία κι όταν τελείωσε ο πόλεμος, όσοι δεν έπεσαν ηρωικά, πέρασαν μήνες για να καταφέρουν να γυρίσουν στο νησί. Έτσι κι ο Νικολής, όταν έφυγε για τον πόλεμο ήταν 35 χρονών κι άφησε τη γυναίκα του, την Άννα, λεχώνα με το μικρό Γιαννιό στο στήθος της. Γύρισε με χίλια βάσανα, φορτωμένος στο αμπάρι ενός σαπιοκάραβου. Τώρα βλέπει τους Γερμανούς να μαγαρίζουν το χωριό και τον ζώνουν τα φίδια: «Οι διαόλοι στην κοιλιά σας, κερατάδες, που να μην βγάλετε τη βραδιά, ούτε εσείς, ούτε ο κακομούστακος ο αρχηγός σας», έλεγε ο Νικολής σαν συναντούσε καμιά πατούλια Γερμαναράδες κι αυτοί που
καταλαβαίνανε πως τους έβριζε, ξαμώνανε τα όπλα τους και κάνανε πως τον πυροβολούν: «ναι, εδά τα ΄καμα απάνω μου. Έννοια σας και λίγα είναι τα ψωμιά σας», μονολογούσε και τραβούσε τον δρόμο του



Γερμανοί σε κάποιο χωριό της Κρήτης. Από το αρχείο του Μανώλη Φασουλά.


Η Άννα ήταν από άλλο χωριό κι ο πατέρας της ήταν γνωστός στην περιοχή για τη λεβεντιά του και τη ντομπροσύνη του. Ήταν 20 χρονών, γεροδεμένη, με γαλανά μάτια, με μαλλί κυματιστό και βαθιά πίστη στον θεό. Μαθημένη από μικρή στις δουλειές, μέσα κι έξω από το σπίτι, ήταν έτοιμη για όλες τις ανηφόρες και όλα τα βάσανα της ζωής. Ο άντρας της ήταν από τους τελευταίους που γύρισε στο χωριό μετά τον πόλεμο, μα η Άννα δεν έχασε ούτε μια στιγμή την πίστη της, ήταν σίγουρη πως η Παναγία προστάτευε όλη την οικογένειά της. Έτσι όταν επέστρεψε ο Νικολής βρήκε το σπίτι του καλύτερο απ’ ότι το άφησε και τα χωράφια καλλιεργημένα, έτοιμα να δώσουν καρπούς.

Ένα πρωί πριν να φύγει ο Νικολής για τις δουλειές του, παραγγέλνει της Άννας: «Να πιάσεις σήμερο να κάμεις ψωμί μπόλικο, έχω φέρει μια ολιά λάδι, βάλε και μια τριανταριά αυγά, γιατί θα-ν-έρθουν δυο καλογρές από το μοναστήρι να τα πάρουν. Οι καταχανάδες οι Γερμανοί δεν τως αφήνουν πράμα, μόνο πάνε κάθε λίγο κι αδειάζουν τις αποθήκες του μοναστηριού. Πεινούν οι κακομοίρες». Χάρηκε η Άννα, έκανε το σταυρό της και ξεκίνησε να ζυμώνει. Έβγαλε τις βούργιες που είχε για τις αρτοπλασίες κι έβαλε σε μια περβολικά κι από πάνω τα αυγά, ομορφοτυλιγμένα να μην σπάσουν. Μετά από ώρα οι βούργιες ήταν γεμάτες ψωμί. Έκατσε έξω στην αυλή κι άρχισε να πλέκει, περιμένοντας τις καλόγριες.

Ότι κι είχε δύσει ο ήλιος και στην αυλόπορτα φάνηκαν οι δυο καλόγριες που έσερναν ένα γέρικο μουλάρι. Πετάχτηκε η Άννα και τις καλωσόρισε. Πλησίασε, έπιασε το χέρι της μια καλόγριας και το φίλησε. Κουκουλωμένες και με κατεβασμένο το κεφάλι δεν έβγαλαν μιλιά, μόνο φόρτωσαν γρήγορα-γρήγορα τα πράγματα και κάνοντας μια χειρονομία για ευχαριστώ, έφυγαν.

Όταν γύρισε ο Νικολής στο σπίτι, του είπε η Άννα: «Μάνα μου Νικολή και μεγάλο μιστό εκάμαμε. Ελυπήθηκέ τις η ψυχή μου. Από τη ντροπή ντος δεν εβγάλανε μιλιά, ούτε τα μάθια ντος δεν εσηκώσανε. Οι κακομοίρες πρέπει να σέρνουν πολλά βάσανα και κακουχίες γιατί τση μιας η χέρα που τη φίλησα, ήτονε ροζιασμένη και σκληρή σαν του αντρούς». Πήγε να συγκρατηθεί ο Νικολής μα δεν τα κατάφερε κι έσκασε στα γέλια. Κοίταξε τη γυναίκα του που δεν καταλάβαινε τη αντίδρασή του κι είπε: «Ε, εδά Άννα εξεμασκαρώθηκα και πρέπει να σου πω. Δεν ήτανε καλογρές μόνο ήτονε αντάρτες, που τσοι κυνηγούν οι Γερμανοί. Για αυτό εντύθηκαν έτσα, να μπούνε στο χωριό να τσοι τροφοδοτήσομε, για να συνεχίσουνε τον αγώνα. Έχομε υποχρέωση να βοηθήσομε». Η Άννα κοίταξε το κοπέλι της, το Γιαννιό, που ήταν δυο χρονών και το μωρό που δεν ήταν ούτε δυο μηνών, έπειτα κοίταξε με περηφάνια τον άντρα της κι είπε: «Εθάρρουνες πως θα φοβηθώ γι’αυτό δεν μου πες πράμα; Θα σφάξω τρία κουνέλια, να τοσε πεις να ξανάρθουν αύριο κι αυτή τη φορά με ψηλά την κεφαλή».

 

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ