ΜΑΡΙΓΩ ΛΑΜΠΡΑΚΗ Ή ΚΑΖΑΝΤΖΟΠΟΥΛΑ

 

Μαριγώ Λαμπράκη ή Καζαντζοπούλα


Λίγος καιρός είχε περάσει από τότε που έφυγε απ’ το νησί κι ο τελευταίος Τούρκος, μα οι μνήμες του αίματος και της καταστροφής ήταν ακόμα φρέσκιες. Μια μεσοκαιρίτισσα, γύρω στα 50, με αγέρωχο βλέμμα, μπαίνει στο γραφείο του Ταμείου Ηρακλείου. Κοιτάζει τον ταμία και τον πλησιάζει:

-Είπανε μου παιδί μου πως με θέλετε λέει έπαε.

-Πώς λέγεσθε;

-Μαριγώ Λαμπράκη κι είμαι απ’ τσι Αρχάνες.

-Μαριγώ Λαμπράκη ή Καζαντζοπούλα;

-Ναι, έτσα. Ιντά ‘ναι παιδί μου;

Ο ταμίας έβγαλε χρήματα από το συρτάρι του και τα ακούμπησε πάνω στο γραφείο. Κοιτάζοντας με θαυμασμό τη γυναίκα της είπε:

               -Αυτά είναι δικά σας.

               -Ιντά ‘ναι παιδί μου έτανε τα λεφτά;

               -Η σύνταξή σας κυρία μου.

               -Γιάντα;

               -Γιάντα; Μα γιατί… πολεμήσατε στην Επανάσταση.

               Άνοιξε τα φτερά ο αητός που φώλιαζε στον νου της Μαριγώς και πέταξε πίσω, στη ματωμένη άνοιξη του ’97. Βρέθηκε στο σπίτι της. Μέτρησε τα φυσέκια που  ‘χε φυλαγμένα και τους επιδέσμους που ‘χε φτιαγμένους από τα σεντόνια της. Τρεις κανονιές ακούστηκαν από τον Γιούχτα, σινιάλο πως οι Τούρκοι ζύγωναν στις Αρχάνες. Έκανε το σταυρό της, ζώστηκε τα φυσεκλίκια της, πήρε το τουφέκι της και φώναξε τα δυο μικρά παιδιά της: «Ζαμπία, Ριρίκα, τα σακουλάκια σας παιδιά μου είναι στο σκρίνιο πάνω. Μην ξεχνάτε τις παραγγελιές μου». Τα σακουλάκια είχαν μέσα από δυο αλλαξιές, λίγο ψωμί, τυρί και μια πλάκα σαπούνι. Η παραγγελιά που τους είχε δώσει ήταν, μόλις δουν αρχανιώτικες οικογένειες να φεύγουν, να πάρουν τα σακουλάκια και να τους ακολουθήσουν.

Μαριγώ Λαμπράκη ή Καζαντζοπούλα. Φωτογραφία από το βιβλίο της κυρίας Ουσταγιαννάκη-Ταχατάκη Ειρήνης,  με τίτλο: Λεύκωμα Αγωνιστών στην Επανάσταση του 1897.


Χαιρέτησε η καπετάνισσα τις κόρες της κι έφυγε για τη μάχη. Μαζί της πάντα και τα δυο της αγόρια, ο Χαράλαμπος και ο Γιώργης, πολεμιστές στο πλάι της. Σε κάθε μάχη η Μαριγώ πάντα πρώτη και τελευταία στο γυρισμό. Μετά τη μάχη να περιθάλπει τους πολεμιστές. Πόσες φορές δεν πόμεινε το σπίτι της δίχως σεντόνια και κουρτίνες για να φτιάχνει επιδέσμους. Πόσες φορές περικυκλωμένοι αγωνιστές, απελπισμένοι, δίχως φυσέκια, δεν την είδαν να σέρνεται με την κοιλιά για να τους εφοδιάσει και να τους δώσει θάρρος.

              «Κυρία Μαριγώ;», ακούστηκε μια φωνή και η γυναίκα ξαναβρέθηκε στο γραφείο του Ταμείου Ηρακλείου:

                -Πάρτε τα χρήματά σας.                                                                           

                -Μα ‘γω παιδί μου δεν επολέμησα για να πάρω λεφτά. Ότι έκαμα, το ‘καμα γιατί έπρεπε να το κάμω. Τα λεφτά ετούτανε είναι ξεγιβέντιση και δεν τα θέλω.

                -Μα πρέπει να τα πάρετε κυρία μου. Έχω κι εγώ ευθύνη να σας τα δώσω, θα βρω τον μπελά μου. Εξάλλου σας αξίζουν και οι τιμές και τα χρήματα.

                 -Και πρέπει δα να ‘ρχομαι κάθε μήνα να τα παίρνω έτανα τα λεφτά;

                -Μάλιστα.

                -Ε, ανε με ξαναδείς να μου φτύξεις.

Ο ταμίας την κοίταξε έκπληκτος. Είχε ακούσει πως η καπετάνισσα για να ζήσει τα κοπέλια της, δούλευε μοναχή στα χωράφια.

                 Έφυγε η Μαριγώ με τα λεφτά στην τσέπη και πήγε στην αγορά. Πήρε καφέ, ζάχαρη, σακίζι, στραγάλια, καραμέλες κι άλλα, μέχρι που ξόδεψε όλα τα λεφτά της σύνταξης. Όταν γύρισε στις Αρχάνες, φώναξε τις γειτόνισσες και τους μοίρασε ότι είχε ψωνίσει. Σας τελείωσε αναστέναξε με ανακούφιση και τινάζοντας τα χέρια της είπε: «Πάει κι αυτό. Δεν μου πόμεινε απ’ τη σύνταξη ούτε στραγάλι». Σιωπηλή γύρισε στο σπίτι της και συνέχισε τον αδιάκοπο αγώνα της ζωής.

 


 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ