ΑΝΑΘΡΟΦΗ
Αναθροφή
Αναθροφή. Μάνα που πήρε μια σταγόνα αγάπη και την έκαμε θάλασσα
απέραντη. Θάλασσα αλμυρή απ’ τα μυριάδες δάκρυά της. Θάλασσα γαληνεμένη κι ας
λυσσομανούν οι ανεμικές γύρω της. Μάνα που το «άχι» της πυρώνει τους παγωμένους
τοίχους, που το πικρό χαμόγελό της δροσερεύει την πυρωμένη στέγη. Μάνα που η
άγρυπνη ματιά της, νέφαλο μπαμπακερό πάνω απ’ το κεντημένο προσκέφαλο, που ο
λόγος της νανούρισμα αέναο, δίπλα στο σκαλιστό λίκνο. Μάνα που οι αρμηνιές της
δέντρο με αθάνατους αθούς, οι αγκαλιές βιόλες μοσχομύριστες, τα φιλιά της βροχή
σιγανωπή στο διψασμένο περβόλι του νου.
Αναθροφή. Πατέρας που πήρε μια πατουχιά γη και την έκαμε κάμπο
πολύγεννο, κάμπο ποτισμένο απ’ τις αυλακιές του προσώπου του, κάμπο σκαμμένο
απ’ τα ματωμένα του ακροδάχτυλα. Πατέρας που το βλέμμα του ραΐζει τον πόνο και
σκίζει τον φόβο, που το βροντερό του γέλιο ξεσμιλιώνει τα μαύρα πουλιά της
θλίψης. Πατέρας που στο ένα του χέρι βαστά τη φτώχεια και στο άλλο την πίστη,
που το ένα του ζάλο πατά στην ανέχεια και το άλλο στην ελπίδα. Πατέρας που ο
λόγος του τραγούδι ριζίτικο σε τάβλα στρωμένη, η φωνή του νερό αγριεμένο που
τρέχει απ’ τα όρη, το χνώτο του λίβας δυνατός που ταρακουνά τα ψηλά κλαδιά του
νου.
![]() |
Φωτογράφος: Dmitri Kessel, 1948 |
Αναθροφή. Γιαγιά που στη σκεβρωμένη της ράχη σκαλώνουν όλοι οι καιροί,
που στο ζαρωμένο της πρόσωπο χώνουνται όλες οι μοίρες. Γιαγιά που η ποδιά της
καταφύγιο για το πληγωμένα πουλιά, που ο κόρφος της πηγή δροσερή για τα
διψασμένα αγρίμια. Γιαγιά που η φωνή της ξυπνά μαρμαρωμένους βασιλιάδες, που το
τραγούδι της κοιμίζει αγριεμένους γίγαντες.
Αναθροφή. Παππούς που στους σιδερένιους του ώμους κουβαλά όλη τη ράτσα
μας, που με τα πέτρινα χέρια του βαστά τα θεμέλια του αύριο. Παππούς που ο νους
του αδιάκοπη μυλόπετρα που αλέθει τον
χρόνο, που η ματιά του γεράκι με τα φτερά πάντα ανοιγμένα. Παππούς που η
φωνή του σηκώνει απ’ τα μνήματα προγόνους δαφνοστεφανωμένους, που το σφύριγμά
του μαζώνει όλα τα έχνη του κόσμου.
Αναθροφή. Αγάπη να μην τη βάνει η καρδιά, να ξεχειλίζει, να ‘ναι άδολη,
αγνή σαν το πρώτο φως της μέρας. Αγάπη να χωρά πολλούς, δίχως λόγο, δίχως
γιατί. Αγάπη με δακρυσμένο χαμόγελο, με χαμογελαστό δάκρυ. Αγάπη για το χώμα
που πατείς, για τον αέρα που μπαίνει στα σωθικά σου. Αγάπη που χτίζει με ξερολιθιά
όνειρα, που γκρεμίζει τα θεόρατα τείχη του μίσους.
Αναθροφή. Λέξη βαριά. Ποιός τη σήκωσε δίχως να τρέμουν τα πόδια του,
δίχως να του κοπεί η ανάσα; Ποιός τη συλλάβισε δίχως να καεί το στόμα του,
δίχως να πονέσουν τα μηλίγγια του;
Αναθροφή. Στράτα ζόρικη. Ποιός τη βάδισε με ανάλαφρα ζάλα, με ανάλαφρη
καρδιά; Ποιός δεν χάθηκε στα δαιδαλώδη μονοπάτια της, ποιός δεν απελπίστηκε
στις ατέλειωτες ανηφόρες της;
Αναθροφή. Χρέος αβάσταχτο.
Είναι αυτό που μας καθοδηγεί και καθορίζει σάν άτομα."ΟΙ ΑΡΧΈΣ ΜΑΣ"
ΑπάντησηΔιαγραφή