ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΡΕΜΟΥΝΤΑΙ ΑΠ' ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Άνθρωποι κρέμουνται απ’ τον ουρανό
Τρίτη 20 Μαΐου 1941. Φορτωμένη η Αναγνώσταινα με ένα μεγάλο μπόγο,
περπατά αγκομαχώντας. Μαζί της σέρνει και το 6χρονο κοπέλι της, το Μιχαλιό, που
‘χει μπλιο κουραστεί. Δυο ώρες σαλεύουνε μέσα στην κάψα:
-Μαμά, εκουράστηκα, τόσηνα ώρα
πορπατούμε.
-Σάλευε και λίγη η σβούρα
σου.
Φώναξε η
γυναίκα κι ήσυρε δυνατά τη χέρα του κοπελιού. Πόνεσε το Μιχαλιό, έφυγε απ’ τη
χέρα της μάνας του κι ήκατσε στη μέση-μέση της στράτας κλαίγοντας. Απελπισμένη
η Αναγνώσταινα, άφησε τον μπόγο κάτω από ένα μουρέλο και πήρε το κοπέλι της
αγκαλιά:
-‘Ελα γιε μου έπαε στη σκιά να κάτσομε, να σου πω
που πάμε, να κατέχεις. Εφύγαμε παιδί μου απ’ το σπίτι γιατί κάτι κακοί
ανθρώποι, διαόλοι, θέλουνε να μασε σκοτώσουνε, να μασε πάρουνε τα σπίτια μας.
Θυμάσαι πριν δυο μέρες που έπεσε μια μπόμπα στη γειτονιά; Αυτοί τη ρίξανε, οι
Γερμανοί.
Με γουρλωμένα
τα μάτια, ρώτηξε το κοπέλι;
-Κι εδά μαμά, που πάμε;
-Έπαε πιο πάνω, στη Φοινικιά, είναι ένα σπήλιο μεγάλο, έχει κι ένα
κουτσουνάρι δίπλα που τρέχει σαφί καθαρό νερό. Όταν ερχόμασταν με τον κύρη σου
εργάτες στα σταφύλια, έκεια ξομέναμε. Θα πάμε μέσα να κάτσομε, σάμε να φύγουν
οι κακοί ανθρώποι.
![]() |
Ψηφιακά
ανακατασκευασμένη φωτογραφία. Πηγή: διαδίκτυο
-Κι ο μπαμπάς, που είναι;
-Ο μπαμπάς, μαζί με άλλους περιμένουνε τσοι Γερμανούς, να τσοι διώξουνε,
μη μασε πάρουνε το σπίτι μας.
Σηκώθηκε
δακρυσμένη η Αναγνώσταινα, ξαναφορτώθηκε τον μπόγο και συνέχισαν τον δρόμο
τους.
Μεσημέρι έφτασαν στο σπήλιο.
Ήταν στενό απ’ έξω και μεγάλο μέσα. Δεν φαινόταν από τον δρόμο κι αν δεν το
ήξερες, δεν το έβρισκες. Μπήκε η γυναίκα κι έλυσε τον μπόγο. Όλο το νοικοκυριό
της ήταν εκεί μέσα. Δυο κουβέρτες, δυο αλλαξές ρούχα, δυο τσίγκινα πιάτα, δυο πιρούνια,
ένα ποτήρι, ένα μικρό τσικαλάκι και μια βούργια. Στη βούργια μέσα είχε δυο
οκάδες κουκιά, ελιές, 5-6 κεφάλια παξιμάδι, λίγα καρύδια και μισή πλεχτή
κουνάλια.
Άναψε φωτιά κι έστεσε τα κουκιά
να φάνε με το Μιχαλιό. Μόλις είχαν ‘ποφάει και ο ουρανός σκοτείνιασε από τα
Γερμανικά αεροπλάνα. Βομβάρδιζαν το Ηράκλειο και πυκνοί καπνοί έβγαιναν από τα
κατεστραμμένα κτήρια. Η Αναγνώσταινα με το κοπέλι της χώθηκαν στο βάθος του
σπήλιου φοβισμένοι, η γη σείονταν από τις εκρήξεις. Μετά από ώρες ο χαλασμός
φάνηκε να κοπάζει. Σίμωσε το Μιχαλιό στον πόρο του σπήλιο, κοίταξε και βγήκε
έξω. Αμέσως ξαναμπήκε μέσα κι είπε στη μάνα του:
-Μαμά, μαμά, άνθρωποι κρέμουνται από τον ουρανό.
Τρομαγμένη η
Αναγνώσταινα βγήκε κι είδε τον ουρανό γεμάτο αλεξιπτωτιστές. Πήρε αγκαλιά το
κοπέλι και χώθηκαν στο σπήλιο.
Για τις
επόμενες 4 μέρες δεν πόριζαν έξω παρά μόνο για να πιούν νερό. Άκουγαν συνέχεια βομβαρδισμούς, πυροβολισμούς, φωνές και αμάξια να περνάνε.
Μάτι δεν είχε κλείσει η έρμη γυναίκα. Το απόβραδο της Κυριακής ακούστηκε
τσάχαλο έξω απ’ το σπήλιο. Τρόμαξε η Αναγνώσταινα κι έκλεισε το στόμα του κοπελιού
μην μιλήσει. Μια γνωστή φωνή ακούστηκε:
-Αναγνώσταινα, Αναγνώσταινα, η
Γιωργία είμαι. Έπαε είσαι;
Βγήκε έξω η
γυναίκα κι αντίκρυσε τη γειτόνισσα και φιλενάδα της. Την αγκάλιασε και την
έβαλε μέσα. Της έδωσε δυο κουνάλια που είχανε πομείνει και τη ρώτησε:
-Γιωργία, ίντα γυρεύεις έπαε;
-Ο άντρας σου ήρθε και με βρήκε στα τείχη μέσα που είμαστε πολλές
γυναίκες χωσμένες. Μου είπε που είσαι. Αύριο ξημερώματα θα πάμε στο χωριό μου,
μασε περιμένει η μάνα μου. Έκεια θα-ν- έρθει κι ο άντρας σου μόλις μπορέσει.
Μου είπε να μην ανησυχείς, είναι καλά.
Ξαναγκαλιάστηκαν
οι δυο γυναίκες και δώσανε κουράγιο η μια στην άλλη. Το Μιχαλιό που κάτι
ψυλλιάστηκε, τράβηξε το φουστάνι της μάνας του και ρώτησε:
-Μαμά, μαμά, πάλι θα σαλεύομε αύριο;
-Ναι παιδί μου, μόνο κοιμήσου εδά.
-Ναι αλλά μη μου σέρνεις πάλι τη
χέρα άμα κουραστώ.
-Δεν στην ξανασέρνω, μόνο κοιμήσου γιε μου.
Είπε η
Αναγνώσταινα κι ένα πικρό χαμόγελο πρόβαλε στα χείλη της.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου