ΛΑΚΚΙΩΤΙΣΣΕΣ ΛΙΟΝΤΑΡΙΝΕΣ
Λακκιώτισσες λιονταρίνες
Μεγάλο και ιστορικό το γυναικείο Μοναστήρι Κεχροβουνίου στην Τήνο.
Χτισμένο σαν φρούριο, με λιθόστρωτα σοκάκια και καμάρες που ενώνουν τα
πολυάριθμα κελιά των μοναχών. Λιτό το κελί της Γερόντισσας. Μια ξύλινη καρέκλα,
ένα σκαμνί και μια τάβλα για κρεβάτι, στρωμένο μονάχα με μια προβιά. Με τα
κατάλευκα μαλλιά της ομορφοπιασμένα, προσεύχεται γονατισμένη. Το σώμα της
ταλαιπωρημένο, αποστεωμένο, μα τα μάτια της λάμπουν από ευγένεια και
ταπεινότητα.
Ακούει βήματα κι ύστερα χτύπημα της πόρτας. Σηκώνεται με δυσκολία,
ανοίγει την πόρτα κι αντικρίζει μια νεαρή γυναίκα, ψηλή, ξανθιά, με γερακίσια
μάτια και γλυκό χαμόγελο: «καλώς την
συντοπίτισσά μου», είπε η ηλικιωμένη μοναχή κι έβαλε την νεαρή κοπέλα να
καθίσει στην καρέκλα ενώ εκείνη κάθισε πιο χαμηλά στο σκαμνί. Αποσβολωμένη η
γυναίκα ψέλλισε:
-Μα πώς ξέρετε πως είμαι από την
Κρήτη;
-Δεν είσαι μόνο από την
Κρήτη μα κι από το χωριό μου τους Λάκκους Χανίων. Θα αναγνώριζα μια Λακκιώτισσα
ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες. Τη φωτιά που θωρώ στα μάτια σου, μόνο από
Λακκιώτισσα μάνα θα μπορούσες να την κληρονομήσεις.
-Αν μου επιτρέπετε, ποιο
ήταν το κοσμικό σας όνομα;
-Ως Δεσποινιά
Νικολουδοπούλα, με ξέρανε πριν γίνω μοναχή.
Η νεαρή
γυναίκα έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Θυμήθηκε τις ιστορίες που της έλεγε η μάνα
της για την Δεσποινιά, την αρχηγό των γυναικών που πολέμησαν και δόξασαν το
χωριό. Κάπου είχε ακούσει επίσης ότι η γενναία εκείνη Λακκιώτισσα, μετά το
τέλος της επανάστασης, έφυγε από την Κρήτη και έγινε μοναχή. Με μεγάλη
συγκίνηση, γονάτισε φιλώντας τα ζαρωμένα χέρια της μοναχής:
-Ήρθα να δω μια Κρητικιά Γερόντισσα και βρήκα μια ηρωίδα. Είστε η
Δεσποινιά, η αρχηγός των 54 Λακκιώτισσων που πολέμησαν στη μεγάλη επανάσταση. Η
μάνα μου με ανάθρεψε με τα κατορθώματά σας.
Απεικόνιση των πολεμιστριών από τους Λάκκους Χανίων. Από την Γαλλική L’ Illustrasion, journal universel, το 1867.
-Μια γριά
μοναχή είμαι, τίποτα άλλο.
-Σας παρακαλώ, θέλω να ακούσω την αληθινή ιστορία από τα χείλη σας, να
τη λέω στα παιδιά μου.
-Δεν μου αρέσει να μιλώ για εκείνα τα χρόνια, μα θα σου κάνω το χατίρι
γιατί στα μάτια σου βλέπω όλες εκείνες τις λιονταρίνες που αρματώθηκαν χωρίς να
λογιάσουν το χάρο.
Ήταν Μάης του ’67. Γύρω από το χωριό γινόταν σκληρές μάχες με τους
Τούρκους. Οι γυναίκες βοηθούσαν όσο μπορούσαν. Οι κοπελιές όμως του χωριού δεν
άντεχαν να μένουν άπραγες. Έτσι μαζευτήκαμε κάμποσες και πήγαμε στον αρχηγό,
τον Χατζημιχάλη Γιάνναρη, να του ζητήσουμε να μας δώσει άρματα να πολεμήσουμε. Στην
αρχή αρνήθηκε μα μετά που είδε την επιμονή μας, δέχτηκε. Ήμασταν 54 κοπελιές,
μία-μία τις θυμάμαι, όλες από διαλεχτές οικογένειες των Λάκκων. Έτσι
δημιουργήθηκε το Εκστρατευτικό Σώμα μας. Είχαμε οπλισμό, τουφέκι με ξιφολόγχη,
στολή σχεδόν ίδια με των αντρών και σημαία που από την μια είχε έναν σταυρό και
από την άλλη την Παναγία στεφανωμένη με αστέρια, να συνθλίβει με το πόδι το
κεφάλι ενός φιδιού. Η Φιλοκρητική Επιτροπή Αθηνών είχε φροντίσει για την
ενδυμασία και τον εξοπλισμό μας. Για να πάρουμε όμως τα άρματα, ο αρχηγός μας
έβαλε σε δύσκολες δοκιμασίες. Αποδείχτηκε πως οι Λακκιώτισσες ήταν άριστες στο
σημάδι, γενναίες και άφοβες.
Για
μήνες πολεμήσαμε όπου μας καλούσε το καθήκον. Τραυματιστήκαμε, πονέσαμε κι όταν
η επανάσταση τελείωσε, τράβηξε κάθε μια τη στράτα της λησμονιάς. Έτσι κι εγώ
διάλεξα τούτη τη δύσκολη μα ευωδιαστή στράτα, που με έβγαλε σ’ αυτό το
ευλογημένο Μοναστήρι.
-Αγία Γερόντισσα, συγνώμη που δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου, μα
η καρδιά μου πονεί από περηφάνεια. Τούτη τη μέρα δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Δώστε
μου την ευλογία σας.
-Την
αγάπη μου σου δίνω παιδί μου. Να έχεις την ευλογία του θεού και να αναθρέψεις
τα κοπέλια σου όπως σε ανάθρεψε η μάνα σου.
Πολύ ωραία ιστορία φίλε.Μια ευκαιρία για εμάς νά μάθουμε περισσότερα για τούς αγώνες του τόπου μας.
ΑπάντησηΔιαγραφή