ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Καθαρό θέλω τον ουρανό μου κι εδώ δεν φεύγουν ποτέ τα νέφαλα. Καθαρές
θέλω τις κουβέντες κι εδώ δεν ξεπλένονται ποτέ απ’ τη λάσπη της ματαιοδοξίας.
Βγάζω από πάνω μου το πουκάμισο της ανάγκης και ξεμπέτωτος παίρνω τη στράτα της
νοσταλγίας. Το ζάλο μου, βαρύ ακόμα, πατά την ψιλοκοσκινισμένη σκόνη του χρόνου
κι ένα σύννεφο σηκώνεται μπρος μου. Τώρα αρχίζει να ξεδιαλύνει ο κόσμος. Τώρα
βλέπω τα ψεύτικα χρώματα του σήμερα να ξεθωριάζουν και τα ξεθωριασμένα χρώματα
του χθες να ζωντανεύουν, να λάμπουν. Πολύ το φως και τα μάτια μου δεν το
αντέχουν. Τα κλείνω και σιγά-σιγά τα ξανανοίγω.
Τα χαλάσματα των παιδικών μου ονείρων πέτρα-πέτρα ξαναχτίζονται. Το χαμένο κλειδί στην κορυφή της μεγάλης καμάρας μπαίνει στη θέση του για να ακουμπήσει πάνω η στέγη με τον αθάνατο κυπάρισσο και το πατημένο λεπίδι. Η δίφυλλη πόρτα με τα βαριά κερκέλια ξανακουμπώνει στα μάνταλα και τα κάγκελα του παραθυριού τινάζουν από πάνω τους τη σκουριά της λήθης.
Το ατέλειωτο βουητό στ’ αυτιά μου σταμάτησε, οι ξεκούρδιστες φωνές
σωπάσαν. Ένα καλοκαιρινό αεράκι κάτι μου ψιθυρίζει, πουλιά της αυγής μου
τραγουδούν και η λαλιά του κόκορα με καλωσορίζει. Ο ζεστός αναστεναγμός του
νοτιά ξεσηκώνει τα αχόρταγα δέντρα και ταρακουνά τα κιτρινισμένα φύλλα της καρδιάς
μου. Οι λέξεις με τον αρχαίο γαμπά στους ώμους σκαλώνουν στα φρούδια του νου
μου. Τα κυματιστά παιδικά γέλια μου χαϊδεύουν την ψυχή. Θεέ μου ας μην
ξανακούσω τίποτα άλλο.
Ο ίσκιος της θεόρατης καρυδιάς πέφτει πάνω μου. Σηκώνω τα μάτια και βλέπω
την κορφή της που ξύνει την κοιλιά του ουρανού. Το νερό του αοριού τρέχει
μανισμένο να χωθεί στο πελεκημένο κουτούτο, για να βγει γαληνεμένο απ’ το στόμα
του πετρωμένου αγριμιού. Παντού ξερολιθιά και ασβεστωμένα πελέκια. Παντού
πρόσωπα σκαμμένα απ’ τον ακούραστο ζευγά με τα δώδεκα βόδια. Παντού χαμόγελα
πλουμισμένα απ’ την αιώνια κεντήστρα της μοίρας μας. Δάκρυσαν από χαρά τα μάτια
μου. Θεέ μου ας μην ξαναδώ τίποτα άλλο.
Ζωντάνεψε η μαργωμένη παραστιά. Ξανανέβηκε ο καπνός στη θλιμμένη καμινάδα
και χάλασε τη φωλιά των πουλιών. Μυρωδιές με κύκλωσαν. Το ζεστό
ψωμί απ’ τα σπλάχνα του κριθαριού με τρεις στάλες λάδι πάνω του. Η τσίκνα του
φοβισμένου χοίρου κι ο ιδρώτας του κρεμμυδιού που χορεύει γύρω του. Η ζάχαρη,
το βούτυρο και η κανέλλα που μάχονται μέχρι θανάτου στο σιδερένιο αλώνι. Το
ξύδι και το αρισμαρί που πέφτουν πάνω στους στρυμωγμένους χοχλιούς. Οι πατάτες
στο μαυροτήγανο που ροδίζουν, βουτηγμένες σε πέντε δάχτυλα χρυσοπράσινη
θάλασσα. Θεέ μου ας μην ξαναμυρίσω τίποτα άλλο.
Τίποτα δεν άκουσα ακόμα, τίποτα δεν είδα ακόμα, τίποτα δεν μύρισα ακόμα.
Θεέ μου μη με βγάλεις ποτέ απ’ τη στράτα της νοσταλγίας.
(Ευχαριστώ πολύ τον φίλο μου και
βραβευμένο φωτογράφο Νίκο Νικολάου, για την παραχώρηση της φωτογραφίας)
Ένα μεγάλο μπράβο φίλε!!
ΑπάντησηΔιαγραφή