ΚΑΣΤΑΝΟΠΟΥΛΑ
ΜΑΝΑΔΕΣ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ
Καστανοπούλα
Πειραιάς 1918. Η Ισπανική γρίπη θερίζει τις γειτονιές του μεγάλου
λιμανιού. Δεν έχει μείνει σπίτι που να μην έχει κλάψει νεκρό από το φοβερό αυτό
θανατικό. Μια γυναίκα ηλικιωμένη, γύρω στα 75, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της
βαριανασαίνει. Κάθε αναπνοή της και μια μαχαιριά στα στήθια. Ξέρει ότι δεν της
μένει πια πολύς χρόνος, νοιώθει τη ζωή να φτεροκοπά μέσα της, έτοιμη να πετάξει
μακριά. Απέναντι στον τοίχο είναι κρεμασμένο ένα πολεμικό τουφέκι κι από πάνω
του δυο κλαδιά δάφνες. Το κοιτάζει κι αναστενάζει βαθιά. Άλλη μια μαχαιριά στα
στήθια, μα δάκρυ στα μάτια της ούτε ένα. Ένα τελευταίο ταξίδι, το προλαβαίνει ο
κουρασμένος της νους.
Κερά Κισσάμου 1866. Ο άγριος γενίτσαρος Μουσά Δερβίσης μπαίνει στο
σπίτι, πιάνει τον Καστανοκωνσταντή από το πουκάμισο και του λέει: «Αύριο να φέρεις το βόδι σου στην Κίσσαμο να
το παραδώσεις. Πρόσεχε κακομοίρη μου μην τυχόν και δεν το φέρεις για θα-ν-έρθω
και θα σασε σφάξω όλους έπαε». Σαν έφυγε ο γενίτσαρος, η 22χρονη κόρη του
Καστανοκωνσταντή, η Αντωνούσα, λέει του κυρού της:
-Πάρε τα οζά και πηγαίνεται στα
Εννιά Χωριά, έκεια δεν κινδυνεύετε. Εγώ θα μείνω να λογαριαστώ με τον Τούρκο.
-Ίντα παιδί μου λες, θα σε
φάει ο σκύλος.
-Κάμε ότι σου λέω, πράμα δεν
μπορεί να μου κάμει.
Μετά από δυο μέρες, φτάνει ο Μουσά Δερβίσης αφηνιασμένος. Βρίσκει την
πόρτα κλειστή και φωνάζει τον Καστανοκωνσταντή. Η Αντωνούσα οπλισμένη πάνω σε
μια συκιά, παίζει του Τούρκου μα δεν τον πετυχαίνει. Πέφτει κάτω αυτός, παίζει
της κοπελιάς μα δεν βρίσκει στόχο. Με ένα σάλτο η Αντωνούσα ορμά, παίρνει το
γιαταγάνι από τον Τούρκο και τον σφάζει. Αφού τον ξαρμάτωσε βγήκε στο βουνό
χαΐνισσα.
Η Αντωνούσα Καστανάκη το
1868. Η φωτογραφία ανήκει στον Αντρέα Π. Xατζηπολάκη.
Δεν ξανάφησε το τουφέκι η Αντωνούσα. Αμέσως εντάχθηκε στο σώμα του
Κωνσταντουλάκη και πήρε μέρος σε πολλές μάχες. Μάλιστα για τη γενναιότητά της
σε μάχες όπως στο Μάκρωνα Κισσάμου, γίνεται βαθμοφόρος. Έπειτα πήγε στο σώμα
του αρχηγού Κισσάμου, Σκαλίδη, όπου πολέμησε σαν λιονταρίνα. Δεν δείλιασε ποτέ,
πάντα μπροστάρισσα.
Μετά το τέλος της επανάστασης 1866-69, κυνηγημένη από τους Τούρκους,
αυτοεξορίζεται στον Πειραιά. Στην Αθήνα παρουσιάζεται μπροστά στον Βασιλιά με
την αντρική Κρητική φορεσιά που ποτέ δεν αρνήθηκε. Ζακέτα στο χρώμα της
σκουριάς, γιλέκο κόκκινο με δυο κάθετες σειρές κουμπιά. Παντελόνι ανοιχτό
γαλάζιο, φαρδύ μέχρι τα γόνατα. δερμάτινες γκέτες στο ίδιο χρώμα με τη ζακέτα.
Ζώνη από βαθύ κόκκινο δέρμα, πιστόλι μακρύ ζωσμένο και κόκκινο φέσι με γαλάζια
φούντα. Ο Βασιλιάς που είχε ακούσει τα κατορθώματά της, την τίμησε ορίζοντάς
την οπλαρχηγό.
Με δικό της σώμα πολέμησε σκληρά στους Ηπειρωτικούς αγώνες κι ύστερα
πάλι πίσω στα Χανιά το 1897, στις μάχες του Ακρωτηρίου. Τέλη του 1913 γύρισε να
προσκυνήσει τα άγια, ελεύθερα πια χώματα του τόπου της. Ήταν η μοναδική φορά
που έκλαψε σαν το κοπέλι.
Μεγάλο ταξίδι έκανε ο νους της γριάς. Μια ξαφνική γαλήνη τύλιξε το
άρρωστο κορμί της. Με την τελευταία της πνοή, κοιτάζοντας το τουφέκι στο τοίχο,
είπε: «Μια χαρά τα καταφέραμε Αντωνούσα,
λευτερώσαμε τον τόπο μας. Ώρα να λευτερωθούμε κι εμείς».
Πολύ καλή ιστορία φίλε μου, γενναία μέχρι τέλος!!
ΑπάντησηΔιαγραφή