ΧΑΘΗΚΕ ΤΟ ΝΙΚΟΛΙΟ
Χάθηκε το Νικολιό
-Ίντα ελύσαξες μωρή Ουρανία να γιαγείρω απ’ το
ντουκιάνι κι ήπεψες δυο φορές να μου φωνιάξουνε;
-Όφου Γιάννη κι ήχασα το κοπέλι μας. Όφου κι αν έχει
πάθει πράμα θα σκοτωθώ.
-Πάψε να κλαις και πες μου ίντα εγίνηκε. Πώς το
‘χασες δηλαδή;
-Όφου η σκύλα ιντά ‘καμα. Ήριξε το κουρούπι με το
σύγληνο και το ‘σπασε. Του ‘παιξα ένα χαστούκι, απού να μου μαραθεί η χέρα, και
του φώνιαξα πως θα τονε κάμω μαύρο στο ξύλο. Εφοβήθηκε το κακορίζικο, εβγήκε
από την πόρτα κι εχάθηκε.
-Κάπου θα χώστηκε, μόνο σώπαινε.
-Παντού ήψαξα. Άχι κι ήκαψα το σπίτι μας.
-Μπας εξαναχώστηκε στο σπίτι και δεν τον είδες;
-Άνω-κάτω ήκαμα το σπίτι, ποθές δεν είναι. Έλα να
ψάξομε μαζί, για θα κουζουλαθώ Γιάννη.
Έψαξαν παντού
ο Γιάννης και η Ουρανία, μέσα και γύρω απ’ το σπίτι, μα τίποτα. Γύριζαν και
φώναζαν του Νικολιού με αγωνία, μα πουθενά το μικιό κοπέλι.
-Ουρανία, πάω στο περβόλι, έκεια θα ‘χει
πάει. Θα πάω και στη μάντρα μπας εχώστηκε μέσα. Εσύ σάλευγε στην αμπλά σου
μήπως τον είδε να περνά. Θα σμίξομε στην πλατεία.
Έστεκε κλαίγοντας στη μέση της πλατείας
η Ουρανία και μόλις είδε τον Γιάννη να φτάνει δίχως το κοπέλι τους, έπεσε στα
γόνατα κι άρχισε τις φωνές:
-Πάει το κοπέλι μου. Όχι Θεέ μου, μη μου
δίδεις τέτοιο πόνο. Όχι Παναγία μου, λυπήσου με.
Έβαλε τα
κλάματα κι ο Γιάννης. Ανελώθηκαν οι χωριανοί και μαζεύτηκαν όλοι στην πλατεία.
Αφού έμαθαν τι έγινε, οργανώθηκαν σε ομάδες να ψάξουν για το κοπέλι. Οι άντρες
έφυγαν και οι γυναίκες έμειναν για να παρηγορήσουν την Ουρανία.
Μια ομάδα πήγε στα πηγάδια του χωριού
και τα κοίταξαν ένα-ένα, μήπως είχε πέσει μέσα το Νικολιό. Άλλη ομάδα έψαξε στα
χαλάσματα των παλιών σπιτιών και στα γύρω ερημοκλήσια. Άλλοι πήγαν στον ποταμό
και τον πέρασαν όλο μήπως είχε κρυφτεί εκεί. Έψαξαν όλες τις μάντρες του
χωριού. Παντού άκουγες να φωνάζουν το όνομα του κοπελιού και πότε-πότε
ακουγόταν το γοερό κλάμα της Ουρανίας.
Ο Γιάννης μπήκε σε όλο τα γύρω σπήλια
και σε ότι μεγάλη τρύπα υπήρχε στα χαράκια. Τον δέσανε με σκοινιά και κατέβηκε
τον μεγάλο ταύκο που έχασκε στην κορφή πάνω απ’ το χωριό. Κατέβηκε τον μεγάλο
γκρεμό που μόνο αίγες τον ανεβοκατέβαιναν. Το κοπέλι όμως ήταν άφαντο. Ούτε
ίχνος του δεν βρέθηκε, κανείς δεν το είχε δει να περνά, σαν να άνοιξε η γη και
το κατάπιε.
Ο ήλιος κόντευε πια να δύσει. Η Ουρανία
καθόταν στο πεζούλι του σπιτιού της απαρηγόρητη. Μαζί της ήταν η αδερφή της και
κάμποσες γυναίκες του χωριού. Ο Γιάννης ετοιμαζόταν να πάει στον σταθμό
Χωροφυλακής, να δηλώσει την εξαφάνιση. Βουβός ο πόνος της μάνας, είχαν στερέψει
πια τα δάκρυα, μα κάποια στιγμή ξεχείλισε η πίκρα και φώναξε:
-Άχι παιδί μου, Νικολιό μου κι ήχασά σε. Έλα
παιδί μου οπίσω και δεν σε ξαναδέρνω. Έλα παιδί μου οπίσω και δεν σε
ξαναμαλώνω.
Μια ψιλή φωνή
ακούστηκε απ’ την αυλή:
-Ναι, ναι, έτσα το λες.
Όλοι σώπασαν
και αφρουκάστηκαν:
-Έτσα το λες κι ύστερα πάλι θα με δέρνεις.
Σηκώθηκε η
Ουρανία, έτρεξε προς το μέρος του ξυλόφουρνου, έσυρε το καπάκι κι είδε μέσα
χωσμένο το Νικολιό, να τρέμει απ’ το φόβο. Το έβγαλε έξω, το αγκάλιασε και το
μούσκεψε με τα δάκρυά της. Ήρθε κι ο Γιάννης, είδε το κοπέλι κι έκανε τον
σταυρό του.
Με κατεβασμένο το κεφαλάκι του, μέσα
στην αγκαλιά των γονέων του, ρώτησε το μικιό κοπέλι:
-Μαμά, αλήθεια το ‘λεγες πως δεν θα με
ξαναδείρεις;
-Αλήθεια παιδί μου. Ποτέ δεν θα σου ξαναγγίξω, μόνο
αγκαλιές και φιλιά θα σου δίνω.
( Ένας από τους καλύτερους
σκιτσογράφους της Κρήτης, ο φίλος μου ο Στέλιος ο Τρουλλινός, πάντα έτοιμος να με στηρίξει στα γραπτά μου,
σε ευχαριστώ πολύ αγαπητέ μου συνεργάτη)
Πολύ ωραία ιστορία φίλε.Άμα θένε τά κοπέλια μπορούν νά σέ κουζουλανουν.😄😄😄
ΑπάντησηΔιαγραφή