ΑΓΙΑ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ

 

 ΑΓΙΑ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ

Μισογκρεμισμένο το κονάκι μας, μα η παραστιά μας πάντα αναμμένη. Το προσφάι μας φτωχικό, μα ποτέ δεν λιγαίνει, πάντα περισσεύει. Χιλιόχρονο το τραπέζι μας, μα στέκει ακλόνητο γιατί το μαστορεύουν τα γέλια, τα γλέντια κι οι αναστεναγμοί. Το πιάτο μας κατάλευκο, αξόμπλιαστο, ποτέ δεν είναι γεμάτο, ποτέ δεν αδειάζει, σ’ όσα κομμάτια κι αν σπάσει. Σκληρό το ψωμί μας, ως βγαίνει απ’ τον ξυλόφουρνο της ανάγκης, μα κάθε ψίχουλό του θρέφει δυο γενιές.

Δεν σφαλίζει τούτη η μαρμάρινη θύρα, όχι γιατί έπιασε βαριά σκουριά, μόνο γιατί έτσι την πελεκήσανε, να μένει πάντα ανοιχτή. Δεν πετρώνει τούτη η χωμάτινη καρδιά, μόνο είναι πάντα έτοιμη να δεχτεί τον σπόρο της καλοσύνης, γιατί ο πόνος, ο μέγας ξωμάχος με το ματωμένο σκαπέτι, ποτέ δεν την άφησε αδισκάφιστη. Δεν μικραίνει τούτη η ψυχή, θεόρατο σπήλαιο είναι, που μια φωνή ή χίλιες γροικούνται το ίδιο, μια σιωπή ή χίλιες φωνάζουν το ίδιο. Δεν λοξοκοιτάζουν τούτα τα μάτια γιατί ‘ναι μαθημένα να θωρούν απ’ τα έβγορα μονάχα τα μεγάλα. Δεν ξεραίνονται τούτα τα χείλη γιατί συχνοβρέχονται απ’ τ’ αλμυρό δάκρυ και το πικρό χαμόγελο.

Αστόλιστο το κονάκι μας, μα πάντα φωτισμένο, πότε με το λευκό φως της αντριγιάς, πότε με τη ζεστή φλόγα της μητρικής ανάσας. Τ’ ανθογυάλι μας ραϊσμένο μα γεμάτο αμάραντες βιόλες τ’ αοριού. Ξεμαντάλωτο το παραθύρι μας για να μπουν να ξαποστάσουν τα περασάρικα πουλιά, να φωλέψουν τα μοναχά γεράκια. Το πορόμαντρό μας χτισμένο χαμηλό για να μπουν όλα του θεού τα έχνη. Γαριασμένο το χέρι μας απ’ το μπαρούτι, κουρασμένο απ’ τον κάματο της λευτεριάς, μα πάντα σφίγγει δυνατά όποιο χέρι περάσει το λίθινο κατώφλι μας.

                                 …Ξεμαντάλωτο το παραθύρι μας...


Το κονάκι μας μικρό, ένα ποτήρι, μια καρέκλα και μια κλίνη μονάχα χωράνε. Ένα ποτήρι, μα βάνει μια θάλασσα κρασί. Μια καρέκλα, μα σηκώνει μυριάδες ανθρώπους, φανταξά, αγίους και προγόνους. Μια κλίνη σασμένη με ξερολιθιά, μα όποιος θέσει κάνει ύπνο γλυκύ, ως τον πλακώνει η βαριά, φαμένη κουβέρτα του χρέους. Γενιές και γενιές έχουμε κρεμασμένο πάνω απ’ το προσκέφαλό μας, το μαλαματένιο εικόνισμα της αγίας Φιλοξενίας. Με το αυστηρό της χαμόγελο μας δικάζει, το ίδιο ιερή με τη ζωή, πιο ιερή απ’ τον θάνατο, ως μολογά και το παλιό ριζίτικο:

 

 

 

Μάνα κι αν έρθουν φίλοι μας κι αν έρθουν οι γι-εδικοί μας,

μη τωνε πεις κι απόθανα και τσοι βαροκαρδίσεις.

Στρώσε τους τάβλα να γευτούν και κλίνη να πλαγιάσουν.

Στρώσε τους παραπέζουλα να θέσουν τ’ άρματά τους

και το πρωί σαν σηκωθούν και σ’ αποχαιρετούνε

πε τωνε πως απόθανα.

 


Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ