Η ΚΑΜΠΑΝΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ
Η ΚΑΜΠΑΝΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ
Δυο μήνες είχαν περάσει από εκείνη την αποφράδα ημέρα, στις 26 Ιουνίου
του 1926, που όλη η Κρήτη είχε ταρακουνηθεί από μεγάλο σεισμό. Ο τρόμος ήταν
ακόμα ζωγραφισμένος στα πρόσωπα των ανθρώπων. Πολλά σπίτια και εκκλησίες είχαν
γκρεμιστεί και οι άστεγοι στο νησί ήταν χιλιάδες. Ούτε το Κατεχάρι, το μεγάλο
αυτό κεφαλοχώρι, γλίτωσε από τη μανία της φύσης. Πολλά σπίτια είχαν ζημιές και
από την εκκλησία του Προφήτη Ηλία δεν έμεινε τίποτα, μονάχα ερείπια.
Αναστατωμένο το χωριό θεώρησε σημάδι από το θεό την καταστροφή της
εκκλησίας που ήταν το αποκούμπι τους. Ο
παπά Νεκτάριος ήξερε πως ήταν χρέος του να ξαναχτιστεί ο ναός και ξεκίνησε
αμέσως τις διαδικασίες. Μάζεψε ότι δωρεές μπορούσε απ’ το χωριό, έκανε έρανο
στα γύρω χωριά, μέχρι και επιστολές έστειλε στους ξενιτεμένους χωριανούς που
ήξερε πόσο αγαπούσαν τον τόπο τους. Κατάφερε έτσι να συγκεντρώσει αρκετά
χρήματα για να ξεκινήσει η ανέγερση του Προφήτη Ηλία.
Ελπίδα γεννήθηκε στα πονεμένα στήθια των Κατεχαριανών. Με πικρό
χαμόγελο στα χείλη έκανε ο καθένας ότι μπορούσε για να ξαναχτιστεί η αγαπημένη
τους εκκλησία. Οι άντρες βοηθούσαν τους μαστόρους, οι γυναίκες μαγείρευαν κι
όλοι μάζευαν χρήματα για να τα δώσουν στον παπά Νεκτάριο. Μονάχα η γριά Bασίλαινα
δεν πλησίαζε. Από μακριά έβλεπε τον ναό σιγά-σιγά να χτίζεται και δάκρυα
έτρεχαν στα ζαρωμένα μάγουλά της.
Μια μέρα συνάντησε ο παπάς την γριά Bασίλαινα, την χαιρέτησε μα
αυτή με λυγμούς γύρισε την πλάτη της κι έφυγε βιαστικά δίχως να πει κουβέντα.
Ανησύχησε ο παπάς και την άλλη μέρα το πρωί χτύπησε την πόρτα της γριάς: «Καλημέρα θειά Bασίλαινα». Η γριά τον είδε και δεν του μίλησε μόνο άρχισε πάλι να δακρύζει:
-Δεν μου μιλείς θεία, ήκαμα σου
πράμα;
-Όι παιδί μου, εσύ είσαι
άγιος άνθρωπος, μόνο δεν μπορώ να πάψω τα δάκρυά μου.
-Θεία, άσε με να μπω, να μου
τα πεις να ‘λαφρώσεις.
Μπήκε ο παπάς
στο φτωχόσπιτο που ήταν μισογκρεμισμένο από το σεισμό, έκατσε κι είπε στη γριά:
-Λέγε δα θειά, ίντα συμβαίνει.
-Ίντα να συμβαίνει παιδί
μου, θωρώ όλους τους χωριανούς που βοηθούν να γενεί η εκκλησία κι εγώ δεν μπορώ
να κάμω πράμα. Άχι την άμοιρη, ανήμπορη είμαι και φτωχιά.
-Γι’ αυτό στεναχωράσε, όλα
κανονισμένα είναι. Με τη βοήθεια του θεού βρέθηκαν τα λεφτά και σε λίγο η
εκκλησία θα είναι έτοιμη. Μονάχα για την καμπάνα δεν έχομε κανονίσει ακόμα, μα
κι αυτό θα γενεί. Εσύ να κάνεις τον σταυρό σου, να προσεύχεσαι κι αυτό φτάνει.
-Ε, παιδί μου και να
μπορούσα να δώσω πράμα για την καμπάνα, μα δεν έχω.
-Ότι σου ‘πα θα κάνεις θειά.
Έφυγε ο παπάς
και στο δρόμο σκεφτόταν πως θα δυσκολευτεί να βρει χρήματα για την καμπάνα, μα
είχε πίστη στον θεό.
Εκείνη τη βραδιά άνοιξαν οι ουρανοί. Έβρεχε όλη τη νύχτα και η
καταιγίδα αποτελείωσε τις ζημιές του σεισμού. Ότι κι είχε ξημερώσει κι η πόρτα
του παπά χτύπησε δυνατά. Σηκώθηκε, άνοιξε κι είδε τη γριά Βασίλαινα, άσπρη σαν
το πανί, να μην μπορεί να μιλήσει, μόνο να του κάνει σήμα να την ακολουθήσει.
Σαν έφτασαν στο σπίτι της γριάς , είδε ο παπάς το παρακούζινο του σπιτιού
γκρεμισμένο και όταν πλησίασε, παρατήρησε ότι από τα χαλάσματα είχε ξεπροβάλει
μια μεγάλη καμπάνα. Έπεσε στα γόνατα, έκανε τον σταυρό του κι αφού πέρασε λίγη
ώρα δίχως να μπορεί να βγάλει μιλιά, είπε στη Βασίλαινα: «Θεία, έτονα είναι θαύμα. Επιάσανε οι προσευχές σου. Να σου πω, εδά που
το σκέφτομαι κατέχω ποιος την έβαλε έπαε. Ο κύρης σου, ο παπά Γρηγόρης, όταν οι
Τούρκοι μαζώξανε τσι καμπάνες στα χωριά, γιατί λέει τσ’ ενοχλούσανε στην
προσευχή ντος, φαίνεται την έχτισε στο παρακούζινο να μην την βρουν. Μετά τον
εσκοτώσανε οι σκύλοι, οι μπουρμάδες και δεν το έμαθε κιανείς. Μεγάλη η χάρη Σου
Προφήτη Ηλία μου.
Μετά από λίγο καιρό η γριά Βασίλαινα έστεκε έξω από τη φρεσκοχτισμένη εκκλησία
του Προφήτη Ηλία, το καμάρι των Κατεχαριανών. Κοίταξε την πλάκα των δωρητών,
δίπλα στην πόρτα της εκκλησίας που έγραφε το όνομα του πατέρα της. Αυτή τη φορά
τα δάκρυά της ήταν χαράς και ανακούφισης.
Ή δύναμη της πίστης φίλε μου.Ωραία ιστορία και διδακτική!!
ΑπάντησηΔιαγραφή