ΡΟΔΑΝΘΗ Η ΚΡΙΤΣΟΤΟΠΟΥΛΑ
ΡΟΔΑΝΘΗ Η ΚΡΙΤΣΟΤΟΠΟΥΛΑ
Καπετανοχώρι η Κριτσά, δεν έσκυψε το κεφάλι στον Τούρκο, και στα
σπλάχνα της ανεθράφηκαν παλικάρια αδείλιαστα. Εκεί μεγάλωσε κι η Ροδάνθη, η
κόρη του πρωτόπαπα. Γαλουχήθηκε με τις αξίες του τόπου της και με τον λεύτερο
αέρα που κατέβαινε απ’ το οροπέδιο Καθαρού. Ήταν το καμάρι της οικογένειάς της
μα κι όλου του χωριού. Καθόταν συχνά στον αργαλειό και γλυκοτραγουδούσε. Κάποια
φορά περνούσε ένας Αγάς, ο Χουρσίτ, την άκουσε και κουζουλάθηκε. Σκέφτηκε να
την κλέψει μα φοβήθηκε τον ξεσηκωμό του χωριού. Σαν πήγε στο κονάκι του, στο
Χουμεριάκο, για μέρες δεν μπορούσε να κοιμηθεί, είχε σαφί τη φωνή της Ροδάνθης
στ’ αυτιά του. Έστειλε λοιπόν τον Ομέρ, τον έμπιστό του φίλο, να την φέρει.
Πήρε αυτός είκοσι παλικάρια και πήγαν στην Κριτσά, ένα πρωί που κάτεχαν πως οι
άντρες του χωριού έλλειπαν σε μια κηδεία ενός καλού αγωνιστή.
Φτάνουν οι Τούρκοι στο σπίτι του παπά, σπούνε την πόρτα και λένε της
παπαδιάς:
-Που ‘ναι μωρή η κόρη σου; Ο
Χουρσίτης τηνε θέλει.
-Δεν είναι έπαε.
-Λέγε μωρή ταβλόπιστη για θα
σε σφάξομε.
Βγαίνει η
Ροδάνθη απ’ τη χωσά της τρομαγμένη κι ως τη θωρεί ο Ομέρ, παίζει μια της παπαδιάς
και τηνε ξεκοιλιάζει. Βλέπει η Ροδάνθη τη μάνα της νεκρή και λιποθυμά. Την
τσουβαλιάζουν οι Τούρκοι και τηνε πάνε του Χουρσίτ: «Να μου ζήσετε ασλάνια μου. Άμετέ τηνε στις χανούμισσες να μου την
ετοιμάσουν».
Τη
στολίσανε, την ετοιμάσανε κι αφού εγίνηκε ο γάμος, κλείστηκε το ζευγάρι στον
οντά. Ορμά ο Τούρκος, μα του λέει η Ροδάνθη: «Βγάλε αφέντη μου τ’ άρματα και τα ρούχα σου κι έρχομαι ν’
αγκαλιαστούμε». Λυσσασμένος ο Χουρσίτ γδύνεται και ξαπλώνει. Πιάνει η
Ροδάνθη το σπαθί και τονε σκοτώνει. Βάνει τη φορεσιά του, παίρνει τ’ άρματα και
χωστά-χωστά φεύγει.
Ροδάνθη η Κριτσοτοπούλα.
Προτομή του γλύπτη Ν. Περαντινού, που βρίσκεται στην κεντρική πλατεία της
Κριτσά
Στο ξωμονάστηρο του Αγίου Ιωάννη στα Ζένια, μια ξανθή λυγερόκορμη, με πράσινη, Τούρκικη, αντρική φορεσιά, στέκεται μπρος στην παλιά εικόνα τ’ Αγίου. Βγάζει ένα μεγάλο μαχαίρι απ’ το ασημένιο θηκάρι του και κόβει την μακριά πλεξούδα των μαλλιών της. Την αφήνει στο προσκυνητάρι, παίρνει ένα σβησμένο κάρβουνο και γράφει στον τοίχο: «Όποιος βρει τούτη την πλεξούδα να την πάει στον πρωτόπαπα της Κριτσά, είναι της Ροδάνθης να του πει και να την βάλει στο μνήμα της μάνας μου».
Την άλλη μέρα, ξημερώματα,
ένα παλικάρι με Τούρκικη φορεσιά, φτάνει στο Μέσα Λασίθι και βρίσκει τον παπά
του χωριού:
-Ίντα θες έπαε Τουρκόπουλο;
-Χριστιανός είμαι, Μανώλης λέγομαι κι είμαι απ’ τη Σφάκα. Τα ρούχα και
τ’ άρματα τα ‘κλεψα από έναν Τούρκο. Δεν μπορώ μπλιο να θωρώ την καταφρόνια των
χριστιανών. Θέλω να βρω τον Καπετάν Καζάνη, να πολεμήσω κι εγώ την Τουρκιά.
Σε λίγη ώρα
στεκόταν μπροστά στον μεγάλο καπετάνιο του Λασιθιού:
-Ίντα ζυγώνεις, κοπέλι πράμα, να πολεμήσεις;
-Καπετάνιο μου, πάρε με μαζί σου κι ότι μπορώ θα κάμω.
-Ακάτεχος κι αδύναμος είσαι.
- Ναι, μα έχω ψυχή λιόντα.
-Αμούστακο κοπέλι και γυρεύεις τον θάνατο. Ας είναι Σπανομανώλη θα σε
λέω.
Από την πρώτη
στιγμή ο Σπανομανώλης έμπαινε στη φωτιά και δεν λογάριαζε κίνδυνο. Μαζί με τα
παλικάρια του Καπετάν Καζάνη πήρε μέρος σε πολλές μάχες.
Γενάρης του ’23, στην
περιοχή του Κουταράντο της Κριτσά, 3000 επαναστάτες προσπάθησαν να ανακόψουν τ’
ασκέρι του Χασάν Πασά με τους 15000 Τουρκαλβανούς. Εκεί ήταν κι ο Σπανομανώλης.
Πολεμούσε γενναία ώσπου θωρεί έναν Τούρκο και λύσσαξε. Ήταν ο Ομέρ, αυτός που
είχε σφάξει την παπαδιά. Ορμά ο Μανώλης και του κόβει το κεφάλι, μα πήρε κι
αυτός μια σπαθιά στα στήθια.
Η μάχη τελείωσε, οι Τούρκοι
υποχώρησαν και τα παλικάρια μάζωξαν τους τραυματίες. Εκεί ήταν ο Σπανομανώλης
και ψυχομαχούσε. Δίπλα του ο πρωτόπαπας του χωριού κι αυτός τραυματίας με
δεμένο το χέρι. Τον θωρεί ο Σπανομανώλης και με την τελευταία του πνοή λέει: «Κύρη μου δεν με γνώρισες, εγώ είμαι η
Ροδάνθη». Ανοίγει το πουκάμισο του παλικαριού ο παπάς και θωρεί τα
μαρμαρένια στήθια της κόρης του: «παιδί
μου», βγάνει φωνή μεγάλη και πέφτει νεκρός δίπλα στο άψυχο σώμα της κόρης
του.
Με τιμές και θρήνους
ανοίξανε το μνήμα της παπαδιάς και βάλανε μέσα πατέρα και κόρη. Το όνομα της
Ροδάνθης επόμεινε αθάνατο να μας θυμίζει πως η γενναιότητα δεν κατοικεί μονάχα
σε αντρικά στήθια.
Πολύ σημαντικό νά μαθαίνουμε Νίκο για αυτούς πού θυσιάστηκαν για την ελευθερία μας.
ΑπάντησηΔιαγραφή