ΛΙΓΟΣΤΟ ΧΩΜΑ, ΣΠΑΡΜΕΝΟ ΜΕ ΠΕΤΡΕΣ

 

ΛΙΓΟΣΤΟ ΧΩΜΑ, ΣΠΑΡΜΕΝΟ ΜΕ ΠΕΤΡΕΣ

Λιγοστό το χώμα του τόπου μου κι αυτό σπαρμένο με πέτρες. Λίγο το νερό της βροχής που το ‘χει ποτίσει, μα πολύς ο ιδρώτας και το αίμα. Πεινούν τα οζά σε τούτο τον βράχο, μα χοροπηδούν χαρούμενα, ως τα χτυπά ο αέρας που κουβαλά αλμύρα κι έρωτα. Πεινούν τα πουλιά σε τούτα τα ξερόδεντρα, μα κελαηδούν ασταμάτητα, ως ξεπροβάλουν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου που κουβαλούν της ψυχής την αμβροσία. Πεινά κι ο άνθρωπος, μα ως θωρεί τα οζά που χοροπηδούν, ως γροικά τα πουλιά που κελαηδούν, χορεύει και τραγουδά χορτασμένος.

Με τη φύση, μάνα κι αφέντη, με την αρχέγονη γνώση για σύντροφο, πήραμε την πέτρα, τον ασβέστη, τον κυπάρισσο και στεγάσαμε την ελπίδα μας. Πήραμε το μαλλί από το πρόβατο και ντύσαμε τη γύμνια μας. Πήραμε τον μόσχο, το γαρυφαλλόκαρφο και καλύψαμε την δυσωδία μας. Πήραμε την καρδιά του λιναριού και σκεπάσαμε την αγκάθινη κοιμηθιά μας. Πήραμε το νέφαλο του βαμβακιού και το βάλαμε προσκέφαλό μας.

Λιγοστό το χώμα του τόπου μου...

Λιγοστό το χώμα του τόπου μου κι αυτό άγονο, μα ως τ’ άγγιξε το ξύλινο αλέτρι, γέμισε το κονάκι μας φωνές, γέμισαν τα πιθάρια μας με γέλια, γέμισαν τα πιάτα μας με χρώματα. Άγρια, αφιλόξενα τα βουνά μας, μα ως αφήσαμε το πρώτο χνάρι πάνω τους, μας αγκάλιασαν και ξεδιψάσαμε απ’ τις φλέγες τους, χορτάσαμε βυζαίνοντας απ’ τα στήθια τους, μεθύσαμε απ’ την αθάνατη μυρωδιά του κόρφου τους, λιγωθήκαμε απ’ το αβάσταχτο, μελωμένο φιλί τους.

Αμέρωτο, ατίθασο άτι η θάλασσα που μας κυκλώνει, μα ως χαϊδέψαμε την κατάλευκη χαίτη της, μας πήρε στη ράχη της και καλπάσαμε ως τα πέρατα του νου. Ξεσφάλισαν τα μάθια μας. Είδαμε πρώτη φορά το πρόσωπο της αλήθειας, είδαμε την ανατολή του φωτός και την δύση του σκότους, είδαμε τη γέννηση του θεριού μες στον άνθρωπο. Ποτέ δεν ξανακατεβήκαμε από τη ράχη της θάλασσας.

Σαν εντύσαμε τη γύμνια μας, σαν εχορτάσαμε, σαν ξεδιψάσαμε, σαν ξεσφάλισαν τα μάθια μας, εθέριεψε ο νους και δεν μας έβαζε ο τόπος. Μοιάζαν μικροί οι κάμποι, χαμηλά τα βουνά, ρηχή η θάλασσα. Μετρήσαμε τη γη απ’ τη μια μεριά ως την άλλη και δεν μας έφτανε. Σηκώσαμε τα μάθια και ξανοίξαμε τον θόλο τ’ ουρανού. Απλώσαμε τα χέρια ν’ αγγίξουμε τον θεό, μα φτάξαμε ίσα-ίσα μέχρι τα νέφαλα. Σωπάσαμε μήπως ακούσουμε τη φωνή του, μα μοναχά η ανάσα μας αντηχούσε ανάμεσα στον άνεμο και στη βροντή. Ποτέ δεν ξαναχαμηλώσαμε τα μάθια μας στη γη.

Μεγάλωσε το θεριό μέσα μας, μα μίκρυνε η ψυχή μας. Μεγάλωσε το κονάκι μας, μα μίκρυνε η ασκελιά μας στον κόσμο. Μεγάλωσε το μπόι μας, μα μίκρυνε η μαθιά μας. Ξεμάκρυνε κι άλλο ο θόλος τ’ ουρανού, μην χαμηλώνεις το βλέμμα σου. Αφρίζει αφηνιασμένη η θάλασσα, κρατήσου γερά απ’ τη ράχη της. Ξαναγρίεψαν τα βουνά, άφησε κι άλλα χνάρια πάνω τους. Ακόμα πεινούν τα πουλιά σε τούτα τα ξερόδεντρα, μα κελαηδούν ασταμάτητα. Ακόμα πεινούν τα οζά σε τούτο τον βράχο, μα χοροπηδούν χαρούμενα. Ακόμα λιγοστό είναι το χώμα του τόπου μου κι αυτό σπαρμένο με πέτρες.

 


Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ