ΓΙΑ ΤΗ ΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ‘ΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ
ΓΙΑ ΤΗ ΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ‘ΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ
Σαλεύει
ο Λάμπρος στα σοκάκια του χωριού κι έχει κρεμασμένη τη βέργα του στο μπράτσο. Βοσκάκι
είναι 17 χρονώ, με κατσαρά μαλλιά, πράσινα μάθια και όψη αγριωπή. Φτάνει έξω
από το σχολειό και ακουμπά στο θεόρατο κυπαρίσσι, που στέκει ορθό, άγνωστο για
πόσους αιώνες, αφού οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού το βρήκαν εδώ και γύρω του
έχτισαν τα κονάκια τους.
Μετά
από κάμποση ώρα άνοιξε ο δάσκαλος την παλιά, ξύλινη πόρτα του σχολείου και τα
κοπέλια, ήσυχα-ήσυχα, βγήκαν στην αυλή. Κοίταξε ο Λάμπρος τον δάσκαλο που
φώναζε κρατώντας μια βέργα στη χέρα κι είπε από μέσα του: « Καλά σε λέω ‘γω Μαύρο, εφταγεννημένος ο
τράγος μας είσαι, μόνο η προβιά και τα κέρατα σου λείπουνε».
Σιμώνει
ο Λάμπρος στον δάσκαλο, σηκώνει τη χέρα του και λέει:
-Ώρα σου καλή δάσκαλε.
-Ίντα θες Λάμπρο, σάλευε στη δουλειά
σου.
-Δάσκαλε, μια χάρη θέλω. Να κάτσω μέσα,
έτσα σε ένα γωνιό, να μάθω κι εγώ πράμα, απου δεν κατέχω ούτε τ’ όνομά μου να
γράφω.
-Εξέχασες φαίνεται τσι βέργες που ‘χω
σπασμένες στη ράχη σου όντε σε ‘χα μαθητή. Σάλευε από ‘παε. Δεν με φτάνουνε οι
σαράντα φούτεροι που παλεύω, έχω και το Λάμπρο να μου κάνει χωρατά. Σάλευγε σου
λέω.
Χτύπησε ο Λάμπρος τη βέργα του κι έφυγε μονολογώντας:
«Γρίφιζε όσο θες Μαύρο, μα εγώ θα σε μαϊνάρω».
Την άλλη μέρα, την ώρα που έφτασε ο δάσκαλος στο
σχολειό, βρήκε εκεί τον Λάμπρο και κρατούσε μαζί του μια φαμένη τσάντα:
-Καλημέρα δάσκαλε.
-Λάμπρο, άμε στα οζά σου κι άσε με ήσυχο.
-Δυο τυροζούλια σου ‘φερα, στ’ αφήνω έπαε.
-Λάμπρο, παρατράβηξε το χωρατό.
-Δεν είναι χωρατό δάσκαλε. Κακό είναι που θέλω να μάθω γράμματα;
-Εδά μωρέ το θυμήθηκες; Όντε σου ‘λεγα να
διαβάζεις, εσύ μου έλεγες πως το σχολειό είναι άχρηστο. Άμε λοιπόν στα εφτά
καλά του Θεού.
-Εγώ θα περιμένω έπαε, μέχρι να μου πεις το
ναι.
-Ξα σου.
Μπήκε ο δάσκαλος
στην τάξη, μα όση ώρα έκανε μάθημα σκεφτόταν τον Λάμπρο. Αν το ‘λεγε αλήθεια
πως ήθελε να μάθει γράμματα, δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί, αυτή ήταν η δουλειά
του.
Σαν τελείωσε το μάθημα, ο δάσκαλος σίμωσε στον Λάμπρο
που καθόταν στη ρίζα του κυπάρισσου:
-Έπαε είσαι ακόμα;
-Κάθε μέρα έπαε θα μ’ έχεις δάσκαλε.
-Λάμπρο, επειδή δεν το πιστεύω πως ξαφνικά αγάπησες το σχολειό, πες μου
αλήθεια ίντα συμβαίνει.
-Δάσκαλε, θα σου πω, μα μην το πεις ποθές. Να, ζηλεύγω
που θωρώ τσοι βοσκούς να βαστούν τον Ερωτόκριτο και να διαβάζουν. Χώνομαι, τσοι
γροικώ και τροζαίνομαι. Ίντα ομορφιά είναι ετούτηνα. Γι’ αυτό θέλω να μάθω να
διαβάζω. Να, πήρα κι εγώ το βιβλίο του.
Ο δάσκαλος κοίταξε
το βοσκάκι και χαμογέλασε. Τον πίστεψε γιατί ήξερε την μανία των βοσκών για το
αθάνατο έργο του Κορνάρου. Κι ο ίδιος αγαπούσε πολύ το βιβλίο αυτό:
-Έλα αύριο Λάμπρο, μα γιάε αν δεν είσαι ήσυχος, θα φύγεις και δεν θα
ξανασιμώσεις.
-Ούτε την άχνα μου δεν θα ακούσεις. Να είσαι καλά δάσκαλε κι εγώ θα
φέρνω κάθε μέρα γάλα να δίδεις στα κοπέλια.
Την επαύριο ο Λάμπρος καθόταν
στο πίσω θρανίο της τάξης και γροικούσε τον δάσκαλο ολόχαρος. Φαντάστηκε τον
εαυτό του, νύχτα, να στέκει κάτω από το μπαλκόνι του Μαριού, να τραγουδά τον
Ερωτόκριτο κι εκείνη να του πετά βιόλες. Αναστέναξε κι ένα ολόδροσο χαμόγελο
φώτισε το αγριωπό πρόσωπό του.
Πολύ ωραία ιστορία φίλε.Όλοι λακταράμε νά μάθουμε όταν υπάρχει τό κατάλληλο κίνητρο.
ΑπάντησηΔιαγραφή