Τα Χριστούγεννα του Πιτρόπου
Τα Χριστούγεννα του Πιτρόπου
Παλιά η εκκλησία της Παναγίας, κιανείς δεν εκάτεχε πότε είχε χτιστεί.
Παλιά και η καμπάνα που ‘παιξε μες στο πυκνό σκοτάδι. Ξημέρωνε Χριστούγεννα και
μια-μια οι οικογένειες του χωριού ανέβαιναν το πλακόστρωτο που οδηγούσε στην
πετρόχτιστη εκκλησία. Πρώτος μπήκε μέσα ο Κοντογιώργης, αγριόθωρος, με αγκάθινα
γένια και βαστούσε στη χερούκλα του ένα μεγάλο λέρι. Δίπλα του, η Ανεζίνα, η
γυναίκα του, μόλις 18 χρονώ που είχε τουλουπανιασμένο στην αγκαλιά της ένα μωρό
κοπέλι. Πίσω ακολουθούσε η Πελαγιά, ντυμένη πάντα στα μαύρα, βαστώντας από τη
χέρα την εγγόνα της, το Δεσποινιώ με τα ροδοκόκκινα μαγουλάκια. Μετά μπήκε η
Μαρία με το γιο της το Γιαννιό, το «κελεπίρι» του χωριού, που δεν υπήρχε
κατσουκανιά να μην την είχε καμωμένη. Πιο πίσω ο Μάνθος, ο Κύκλωπας, βαροπάτησε
το κατώφλι της εκκλησίας και μπήκε μέσα σκύβοντας, μην κουτουλήσει στο ανώθυρο.
Έπειτα μπήκε η Κατίνα, η ξεματιάστρα κι ήσερνε τα πάχη της αγκομαχώντας. Πίσω
ακολούθησε ο Παυλής μαζί με τη Μαριάνθη, τη γυναίκα του με το αγέλαστο,
πικραμένο πρόσωπο. Τελευταίος μπήκε ο Γιώργης με την Ελένη και τα τρία τους
κοπέλια που τρέμανε από την κρυγιώτη.
Παλιά η εκκλησία της Παναγίας |
Μέσα στην εκκλησία, πίσω από το παγκάρι, έστεκε ο επίτροπος,
Πιτροπομανώλη τον έλεγαν οι χωριανοί. Καλημέριζε ένα-ένα τους χωριανούς που
έμπαιναν και τους έλεγε τα χρόνια πολλά. Από μικιό κοπέλι ο Μανώλης ήκανε το
παπαδοπαίδι κι ύστερα επίτροπος. Ήταν σαφί στο πλάι του παπά Νικολή, τον
βοηθούσε σε όλα τα μυστήρια κι έψαλε και μια ολιά. Οι χωριανοί τον σέβονταν για
το έργο του στην εκκλησία.
Τέλειωσε η λειτουργία κι όλοι οι χωριανοί κλείστηκαν στα σπίτια τους για
να ετοιμαστούν για το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Γέλια ακούγονταν παντού και
παιδικές φωνές. Μυρωδιές και καπνοί από τις παραστιές είχαν κυκλώσει το χωριό.
Ο Πιτροπομανώλης τράβηξε την πόρτα της εκκλησίας και με χαμηλωμένη την κεφαλή
πήγε στο σπίτι του. Μοναχός ζούσε και τέτοιες μέρες ήταν αβάσταχτη η μοναξά.
Ξάνοιξε στον τοίχο μια παλιά φωτογραφία κι είπε: «Άχι μωρέ μάνα κι ήκαψές με». Σφάκα λέγανε οι χωριανοί την κυρά
Βασιλική, τη μάνα του. Κιανείς δεν την ήθελε γιατί ήταν όλο κακία και
προσβολές. Όσα προξενιά κι αν έπεψε ο Μανώλης κιανένα δεν εξετέλευγε κι αιτία
ήταν η μάνα του. Αυτός όμως την αγαπούσε και δεν της χαλούσε χατίρι. Έτσι τα
χρόνια πέρασαν, πόθανε η Σφάκα κι ο Πιτροπομανώλης επόμεινε μοναχός.
Άναψε τη φωτιά κι αναστέναξε. Ούτε χοίρο είχε σφαμένο, ούτε άλλο πράμα
Χριστουγεννιάτικο είχε σάξει, με ποιόν κοντό θα τα ΄τρωγε. Μια ολιά χόντρο θα ‘ψηνε πάλι, ίσα-ίσα για να μην είναι νηστικός. Φωνή
ακούστηκε απ’ έξω. Βγήκε ο Μανώλης κι είδε το δαίμονα του χωριού, το Γιαννιό,
σκαλωμένο πάνω στην αυλόπορτα: «Θείε Πιτροπομανώλη,
ο παπά Νικολής σε θέλει να πας στο σπίτι του, μα εδά, λέει, μην αργήσεις».
Έπαιξε δυο πήδους το «κελεπίρι» κι εξαφανίστηκε. Ο Μανώλης έβαλε το σάκο του
και κίνησε για το σπίτι του παπά, που ήταν το πιο μεγάλο του χωριού. Σαν έφτασε,
χτύπησε κι η παπαδιά του άνοιξε:
-Καλώς τον επίτροπο.
-Ώρα καλή παπαδιά, ο παπάς με θέλει
λέει.
-Ναι Μανώλη μόνο πέρνα μέσα.
Μπήκε ο
Μανώλης κι είδε το μεγάλο τραπέζι του σπιτιού γεμάτο κόσμο. Όλο το χωριό ήταν
εκεί. Τα ‘χασε κι έμεινε ακίνητος. Ο παπάς τον είδε κι είπε: «Μανώλη, έλα να κάτσεις έπαε, όλοι μια οικογένεια είμαστε στο χωριό».
Έκατσε ο επίτροπος και δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του. Έφαγε, ήπιε κι όλο
μοίραζε ευχές στους χωριανούς.
Σαν έφτασε στο σπίτι του,
βραδιασμένα πια, άναψε την παραστιά, έβαλε μια ρακί και μονολόγησε: «Εθάρουνα πως ήμουνε αμοναχός μα ως φαίνεται
έχω οικογένεια μεγάλη και διαλεχτή». Γύρισε στη φωτογραφία της μάνας του,
σήκωσε το ποτήρι κι είπε: «Καλά Χριστούγεννα
μάνα».
Ακόμα στα πιο πολλά χωριά αυτές τις μέρες ό κόσμος είναι πιο κοντά και κάνουν περισσότερες παρέες γιορτάζοντας αυτές τίς άγιες μέρες.🎄🎄🎄🎄
ΑπάντησηΔιαγραφή