ΦΕΓΓΑΡΙ ΦΙΛΕ ΜΠΙΣΤΙΚΕ
ΦΕΓΓΑΡΙ ΦΙΛΕ ΜΠΙΣΤΙΚΕ
Ποιητές από τα γεννοφάσκια μας είμαστε οι Κρητικοί. Όλα τα θωρούμε με τα μάθια της ψυχής. Όλα παίρνουν ζωή μες στην ποίησή μας, όλα έχουν αισθήματα. Τα χαράκια, τα δέντρα, τα φυτά, η θάλασσα, τα ποτάμια, οι λίμνες. Μιλούν τα πουλιά και κλαίνε, μαραζώνουν τα ζώα από έρωτα. Όλη η φύση συμμετέχει στο πάθος μας για ποίηση. Όλα γύρω έχουν θέση στις μαντινάδες, στα τραγούδια, στα μοιρολόγια μας. Ο μεγάλος όμως πρωταγωνιστής στην ομορφοξόμπλιαστη σκηνή του νου μας, είναι το φεγγάρι... και λεν τα χείλη μας:
«Είν’ η ζωή μου δίχως σου δεντρί χωρίς κλωνάρι,
θάλασσα δίχως κύματα, νύχτα χωρίς φεγγάρι».
Δεν λογίζεσαι Κρητικός αν δεν έχεις σηκώσει το βλέμμα σου να κοιτάξεις το φεγγάρι και ν’ αναστενάξεις. Τη νύχτα ξεδιπλώνονται τα φυλλοκάρδια μας, τη νύχτα γεμίζει το ξεραμένο πηγάδι των συναισθημάτων μας. Δίχως όμως το φως του φεγγαριού, η ψυχή μας σαλεύει στο σκοτάδι με ζάλα μετέωρα. Μα δεν είναι μόνο το φως του, δεν είναι απλά ένα ψυχρό ουράνιο σώμα. Σύντροφός μας είναι στη χαρά του πρώτου έρωτα, στη λαχτάρα της εσμιγιάς, στην οδύνη της απόρριψης, στον πόνο του χωρισμού. Μαζί μας βαδίζει στο άλλοτε καλοστρωμένο κι άλλοτε κακοτράχαλο σοκάκι της αγάπης...και λεν τα χείλη μας:
«Φεγγάρι φίλε μου καλέ και μπιστικέ μου ορτάκη,
φέξε μου πάλι να διαβώ τσ’ αγάπης το σοκάκι».
Όπως το φεγγάρι καθρεφτίζεται στα ήρεμα νερά της θάλασσας, έτσι κι η ψυχή μας καθρεφτίζεται στο πρόσωπο του φεγγαριού. Όταν η χαρά τρυπά το μπέτη μας και κάνει την καρδιά να φτερουγίσει, το φεγγάρι ξεπροβάλει καθαρό κι ολόφωτο. Όταν το γκρίζο πέπλο της θλίψης σκεπάσει το νου μας, τότε βγαίνει χλωμό και συννεφιασμένο. Όταν η ανοιχτή πληγή του έρωτα κακοσυνέψει, δακρυσμένο μας χτυπά στον ώμο. Όταν το φαρμάκι από το κεντρί της ζήλιας τρέξει στις φλέγες μας, τότε μανισμένο στριφογυρίζει στ’ αλώνι τ’ ουρανού… και λεν τα χείλη μας:
«Του φεγγαριού μολόγησα το μυστικό που χώνω
και μου ΄δωκε το δάκρυ του να παγουδιώ τον πόνο».
Πάντα έχουμε τα θάρρη μας στο φεγγάρι. Όταν τις νύχτες στάζει αίμα η μοναξιά, πιάνουμε την κουβέντα μαζί του και ποξεχνιόμαστε. Όταν όλοι οι δρόμοι μοιάζουν αδιάβατοι, όταν όλες οι στράτες βγάζουν σε αδιέξοδο, κρεμάμε τις ελπίδες μας πάνω του. Ο πιο άξιος μαντατοφόρος είναι, ποτέ δεν αρνήθηκε να κουβαλήσει το μοσχομύριστο γράμμα του έρωτα, όσο μακριά κι αν το πέψουμε. Κυρίως όμως είναι ο πιο μπιστικός μας φίλος. Ποτέ δεν θα προδώσει τις μυστικές λέξεις που του ψιθυρίσαμε, ποτέ δεν θα μολογήσει τις κρυφές αγκαλιές, τα χωστά φιλιά, τα κρουμμένα δάκρυα. Για αυτό και το ακριβοχαιρετάμε πάντα, σαν φανεί στ’ ουρανού τον αστροστόλιστο τρούλο… και λεν τα χείλη μας:
«Φεγγάρι φίλε μπιστικέ ακριβοχαιρετώ σε,
στη τρούλα-τρούλα τ’ ουρανού ρέγομαι οντε θωρώ σε».
(Ευχαριστώ πολύ την Ευτυχία Λουκαδάκη για το εμπνευσμένο ζωγραφικό της
έργο)
Πολύ ποιητικό Νίκο!!!Στα απλά και τόσο αληθινά βρίσκεται ή ηρεμία και χαλάρωση μας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌπως τα λες Μπάμπη, να είσαι καλά.
Διαγραφή