Ο ΛΕΒΕΝΤΟΓΕΡΟΣ

 

Ο ΛΕΒΕΝΤΟΓΕΡΟΣ


Λεβεντόγερος, ο μπάρμπα Βασίλης, ψηλός με πρόσωπο σκαμμένο από τα χρόνια και τα βάσανα. Δούλεψε σκληρά στη ζωή του, ίδρωσε πολύ. Δεν εγνώριζε σκόλες, όλες οι μέρες του καματερές ήτονε. Έκαμε κοπέλια, τα σπούδασε, τα προίκισε, τα πάντρεψε κι έφυγαν όλα. Εδά, πόμεινε αμοναχός αφού η κερά Μαρία, η γυναίκα του, πόθανε. Να φύγει από το χωριό, να παραβαρέσει τα κοπέλια του, ούτε που περνούσε από το μυαλό του. Έτσι έμενε στο μικρό κονάκι του, που το ΄χε πάντα καθαρό και τακτοποιημένο, όπως πάντα καθαρός ήταν κι ο ίδιος. Τα στιβάνια του καλογυαλισμένα, τα ρούχα του πλυμένα, το κεφαλομάντηλό του καλοτυλιγμένο και καθαρό.

 Το χωριό τον αγαπούσε κι όλα τα σπίτια ήταν ανοιχτά για τον μπάρμπα Βασίλη, αφού ποτέ δεν πείραξε άνθρωπο. Ήταν βέβαια και καλή παρέα, πάντα με το χωρατό, με το χαμόγελο και σαν ήλεγε ιστορίες δεν χόρταινες να τονε γροικάς. Το μόνο του πάθος ήταν το κρασί και πότε-πότε μεθούσε. Ήταν μεγάλος μερακλής στα νιάτα του, πρωτοχορευτής και πότης δυνατός. «Άχι το παντέρμο μερακλίκι και δεν ποθαίνει ποτέ», έλεγε σαν μεθούσε.



Κάθε απόγευμα πήγαινε στο καφενείο να πιεί  τον καφέ του και να κουβεντιάσει με τους χωριανούς, αυτή ήταν η μόνη του διασκέδαση. Έτσι και κείνη την μέρα, πλύθηκε, ντύθηκε, κατέβηκε στη πλατεία του χωριού μα βρήκε το καφενείο κλειστό. Κακόβαλε και πήγε αμέσως στο σπίτι του καφετζή. Χτύπησε την πόρτα. Κανείς δεν απάντησε, έτσι χτύπησε στο διπλανό σπίτι που έμενε η μάνα του. Βγήκε έξω η γριά γυναίκα με το πρόσωπο άσπρο σαν το σεντόνι:

-Ελένη ίντα εγίνηκε, έπαθε πράμα ο Λάμπης και δεν άνοιξε το ντουκιάνι;

-Άστα Βασίλη. Το κοπέλι ντος δυο μέρες εδά ήβραζε από τον πυρετό. Το πρωί το πήγαν στα Βενιζέλεια και το κράτηξαν. Είναι λέει σοβαρά τα πράγματα.

-Μα ίντα δα λές έκεια Ελένη;

-Βασίλη, θα ποθάνω άμα πάθει πράμα το κοπέλι.

Είδε ο γέρος τα μάθια της να τρέχουν κι η καρδιά του πόνεσε. Κάτεχε πως άλλο πράμα εκτός το καφενείο δεν είχε ο Λάμπης. Θα χρειαζόταν λεφτά.

               -Λενιά, δώσε μου τα κλειδιά του καφενέ, θα τ’ ανοίξω εγώ. Δεν κάνει να είναι κλειστό. Μην σκας και με τη βοήθεια του θεού όλα θα πάνε καλά.

Του έδωσε η γριά τα κλειδιά και τον ευχαρίστησε. Έφυγε ο μπάρμπα Βασίλης μα δεν πήγε στο καφενείο. Μια-μια χτύπησε τις πόρτες του χωριού και μάζωξε από κάθε χωριανό ότι λεφτά μπορούσε. Τους όρκισε να μην πούνε ποθές πράμα. Τελευταίο σπίτι που πήγε ήταν του Γιώργη του αδερφού του καφετζή.

            -Καλώς τον μπάρμπα Βασίλη. Ίντα γίνεται;

            -Γιώργη, γροίκα. Έπαε έχω κάποια λεφτά, ο Λάμπης θα τα χρειαστεί. Μην ρωτάς που τα βρήκα, μόνο αύριο να πας στο νοσοκομείο να του τα δώσεις και να του πεις πως ο Βασίλης σου στέλνει την είσπραξη του καφενείου.

            -Μπάρμπα, δεν κατέχω ίντα να σου πω.

            -Πράμα να μην μου πεις, μόνο φεύγω να ανοίξω έστω και για δυο ώρες σήμερο το καφενείο.

             Τρεις μέρες πέρασαν. Ο μπάρμπα Βασίλης κουράστηκε μα δεν τον ένοιαζε. Τα νέα από το νοσοκομείο ήταν καλά. Το μεσημέρι άνοιξε η πόρτα του καφενείου, μπήκε μέσα ο Λάμπης ολόχαρος και φώναξε:

             -Ε, καφετζή, βγάλε τη νταμιτζάνα με το κρασί, έφερα μεζέ αδυνατό, λαγό στιφάδο. Έ ρε μεθιά που θα την κάνομε.

Ο γέρος κοίταξε τον Λάμπη και δάκρυσε.

             -Γεια σου Λάμπη μερακλή, θα το κάψομε το χωριό σήμερο.

Σίμωσε ο Λάμπης, αγκάλιασε τον λεβεντόγερο και του έσφιξε το χέρι. Με το άλλο χέρι ο μπάρμπα Βασίλης έκανε τον σταυρό του και ευχαρίστησε τον θεό.

 

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ