Εκείνη τη Δευτέρα του Οκτώβρη
Εκείνη τη
Δευτέρα του Οκτώβρη
Άχι μωρέ Έλληνα και να κάτεχες τι φως ανέσπερο κρύβεις στις σκοτεινές
αποστροφές του νου σου, τι χρυσές φτερούγες φορά η ψυχή σου που την αφήνεις να
σέρνεται στο χώμα ολόγδυμνη. Μονάχα σαν δεις εκείνη την Κυρά να χτυπά πάλι τη
θύρα σου, την Κυρά με τα σημάδια από τις αλυσίδες στα πόδια της ακόμα φρέσκα,
με το στεφάνι της δόξας ακόμα καρφιτσωμένο στα ξέπλεκα μαλλιά της, με το αίμα
στα χέρια της να μην ξεπλένεται ποτέ, μόνο σαν δεις τα δάκρυά της να καίνε τη
γη, τότε μόνο θυμάσαι ποιος ήλιος σε γέννησε και μεγαλώνεις θεριεύεις, παίρνεις
την όψη του χαρακιού και τη φωνή της βροντής.
Έτσι κι εκείνη τη Δευτέρα του
Οκτώβρη που ήρθε νωρίς ο χειμώνας κι άργησε πολύ η άνοιξη. Μόλις είχες
γυρίσει απ’ το Κυριακάτικο γλέντι και πιωμένος κρύφτηκες στον απέραντο κόρφο
της γυναίκας. Δεν πρόλαβες να κλείσεις τα μάτια και καμπάνες αντήχησαν στο
αξέγνοιο κονάκι σου. Βγήκες έξω κι είδες ανελωμή μεγάλη. Είδες ξένα χέρια με
νύχια ατσάλινα να χαρακώνουν την παρθένα γη και λόγια ακατανόητα, απάνθρωπα να
μολύνουν τον πεντακάθαρο ουρανό. Άκουσες το αρχέγονο τραγούδι του πολέμου και
τα μάτια σου δάκρυσαν από χαρά. Έχωσες στο μπαούλο της λήθης έχθρες, μίση και
παλιά πάθη, δεν χωρούσανε αυτά στη βούργια σου, μονάχα το χρέος σ’ ένοιαζε κι
εκείνη η αγκάθινη λέξη που πονά, «λευτεριά».
Σου ‘δωσε η μάνα σου να φοράς 40 γενεών φυλακτό, σε τριπλοσταύρωσε μα δεν
έβγαλε μιλιά μόνο σε κοίταξε με κείνο το βλέμμα της γερακίνας κι εσύ έσκυψες να
της φιλήσεις το χιλιοβασανισμένο της χέρι. Έβαλες το βαρύ προγονικό πανωφόρι
στους ώμους, πήρες τον θάνατο απ’ το χέρι και τράβηξες κατά κει που σμίγει ο
φόβος με την αντριγιά, η τύχη με τον κίνδυνο, ο θεός με το χάος, το σκοτάδι με
το φως.
Πρωτοσέλιδο Κρητικής εφημερίδας στις 29 Οκτωβρίου 1940
Έφυγες ξανοίγοντας μονάχα ομπρός κι άφησες οζά ατάιστα κι έρμες μάντρες,
μουρέλα αμάζωχτα και φάμπρικες αλάδωτες, φρασκιά και πιθάρια αδειανά, γυναίκα
μόνη κι αβάφτιστο κοπέλι. Ξέχασες όρκους κι έρωτες, φίλους και γλέντια,
καματερές και σχόλες. Αγκάλιασες τη φωτιά και το χιόνι, μύρισες το μπαρούτι και
τ’ άγρια βότανα τ’ αοριού. Ο θάνατος πάντα ορτάκης σου, δίπλα, πάνω και μέσα
σου.
Εκεί λοιπόν που ρόδιζε η αυγή, σου είπαν «τέλειωσε ο πόλεμος» και πήρες
τον κακοτράχαλο δρόμο του γυρισμού, νικητής και νικημένος, δοξασμένος και
ταπεινωμένος. Μα η ιστορία δεν γράφεται στο χαρτί με μελάνι, γράφεται με αίμα
στην πέτρα και στο χώμα. Ανεξίτηλη μένει η γραφή κι αν χορταριάσει με το
πέρασμα των καιρών, θα έρθουν πάλι χέρια να τη φέρουν στο φως, μάτια βουρκωμένα
θα την ξαναδιαβάσουν, θα πέσουν πάνω της δάκρυα να την ξεπλύνουν.
Εκεί θα βρεις και το δικό σου όνομα Έλληνα, κράτα λοιπόν εκείνο το φως
στο νου σου αναμμένο, βάστα τις φτερούγες της ψυχής σου δυνατές γιατί θα έρθουν
κι άλλες τέτοιες μέρες, σαν εκείνη τη Δευτέρα, στις 28 Οκτωβρίου 1940.
Πολύ καλό Νίκο συγχαρητήρια!!
ΑπάντησηΔιαγραφή