ΚΟΥΜΑΡΙ ΣΤΟ ΝΤΟΥΚΙΑΝΙ


ΚΟΥΜΑΡΙ ΣΤΟ ΝΤΟΥΚΙΑΝΙ

Απομεσήμερο στο ντουκιάνι του Γιαννάκου κι έχει μείνει μονάχα μια παρέα που πίνει ρακές.

-Μπρε Γιαννάκο βάλε μας άλλες τρεις ρακές, κεράσου κι εσύ.

Είπε ο Στελιανός, ο πιο μεγάλος της παρέας κι ο Γιαννάκος μπήκε πίσω από το τεζιάκι, έπιασε το μπουκάλι με την ρακή, έβαλε σε ένα μικρό πιάτο λίγο λάχανο με λεμόνι και πήγε στο τραπέζι.

            -Κάτσε που θέλουμε να σου πούμε.

Είπε ο Στάθης, ο δεύτερος της παρέας. Ο καφετζής έσυρε την καρέκλα και αγκομαχώντας έκατσε, με την κοιλιά να ξεπροβέρνει από την ολοβρόμεστη ποδιά του. Τον λόγο πήρε ο Θωμάς, ο τρίτος και ο πιο σκληρός της παρέας.

           -Γιαννάκο όλο το χωριό είναι θεσμένο εδά, μόνο σφάλιξε την πόρτα και φέρε την κουβέρτα να παίξομε μια ολιά κουμάρι.

          -Θαρώ πως εκουζουλαθήκετε μεσημεριάτικο. Να με μπλέξετε θέτε;

         -Έλα κι εσύ να παίξομε κι άσε τσι κουβέντες.

Έβγαλε ο Γιαννάκος όξω την κεφαλή του, δεν είδε κιανένα, τράβηξε την πόρτα κι άπλωσε την κουβέρτα πάνω στο τραπέζι της παρέας. Ψοφούσε κι αυτός για τζόγο.

        


 

          Άρχισαν λοιπόν, δειλά-δειλά στην αρχή, μα όσο περνούσε η ώρα τόσο φούντωνε το παιχνίδι. Άρχισαν να μουγκρίζουν, να βλαστημούν την τύχη τους και να βροντούν τα χέρια τους στο τραπέζι. Με το ζόρε του κουμαριού ξεχαστήκανε και δεν είχαν τον νου τους έξω. Ήταν βέβαια μικρό, ορεινό το χωριό, ποιός θα έβγαινε μεσημεριάτικα να τσοι δει. Κάποιος όμως καλοθελητής είχε πάει στο σταθμό Χωροφυλακής, που ήταν στο παραδιπλανό χωριό και είχε πει για το ντουκιάνι του Γιαννάκου πως παίζουν χαρτιά και ζάρι. Έτσι ένας χωροφύλακας εκείνη την ώρα, κάνοντας τάχα περιπολία, σίμωσε στο ντουκιάνι, κοίταξε από το ξεχαρβαλωμένο παραθύρι κι είδε την παρέα στο μάλε-βράσε, να ρίχνουν τα ζάρια στην κουβέρτα. Παίζει μια της πόρτας και φωνιάζει:

            -Αλτ! Μην κουνήσει κιανείς.

­Η παρέα πάγωσε. Όρμησε ο χωροφύλακας και τύλιξε τη κουβέρτα με τα λεφτά μέσα και τα ζάρια.

           -Καλά μου το σφυρίξανε Γιαννάκο πως έχεις κάμει το ντουκιάνι λέσχη. Εδά κλάφτο το μαγαζάκι σου.

          -Για το θιο κάμε κυρ-χωροφύλακα μη μου κλείσεις το σπίτι. Στ’ αστεία παίζαμε.

          -Βγάλε το σκασμό καφετζή και σήκωσε μαζί με τσ’ άλλους το τραπέζι με τσι καρέκλες να τα βγάλετε όξω, θα τα πάρω κι αυτά σαν πειστήρια. Ποδαγκαμένοι οι κουμαρτζήδες τα έβγαλαν έξω. Ο χωροφύλακας σφράγισε την πόρτα του καφενείου με βουλοκέρι και γύρισε στο παρεάκι:

         -Σήκωσε δα  Γιαννάκο το τραπέζι, οι υπόλοιποι τσι καρέκλες και πάμετε στο σταθμό.

Ο θωμάς οργισμένος χτύπησε τον πόδα του χάμω:

         -Ίντα να κάμομε λέει, εκουζουλάθηκες; Τρεις ώρες δρόμο είναι μέχρι τη χωροφυλακή.

         -Ψευτοκαπετάνιο, άλλη μια κουβέντα να πεις και θα σασε κολώ μέχρι να φτάξομε.

Τι να κάνουν οι τέσσερις δυστυχείς, σήκωσε ο καθένας το φορτίο του κι εντάκαραν να σαλεύουν. Ο Γιαννάκος που ήταν παχύς ζοριζόταν μα δε μιλούσε γιατί ο χωροφύλακας ήταν θεριό και δεν σήκωνε αστεία. Κάποια στιγμή, ολοΐδρωτοι και κατακόκκινοι, έφτασαν στο χωριό. Ο χωροφύλακας για να τους ταπεινώσει περισσότερο τους πέρασε μέσα από την πλατεία. Εκείνη την ώρα τα καφενεία ήταν γεμάτα κόσμο, μόλις είδαν λοιπόν το Γιαννάκο με το τραπέζι στους ώμους και την υπόλοιπη παρέα να κλουθά από πίσω, άρχισαν τα γέλια και τα πειράγματα.

          -Χαρώ το ‘γω ένα παρεάκι. Που το πάτε το τραπέζι, βόλτα;

         -Ε, χωροφύλακα, φέρε την παρέα σου με το τραπεζάκι ντος να σασε κεράσομε.

Ξεγλωσσισμένος ο Γιαννάκος και γεμάτος ντροπή γύρισε στους υπόλοιπους:

         -Ε, απου να μη σασε δώσει για παρεάκι κι εκάψατέ με. Από δα κι ύστερα θα –ν- έρχομαι να με ταΐζετε γιατί σάικας ντουκιάνι δεν ξαναθωρώ μήτε κι εσείς κουμάρι.

      

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Τ΄ ΑΓΡΙΜΙ

ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΤΩΝ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ