ΓΕΡΟΣ ΑΗΤΟΣ

 

ΓΕΡΟΣ ΑΗΤΟΣ


      Όλα τα πλάσματα του θεού τα ρέγομαι. Άλλα για την ομορφιά τους, άλλα για την αρχοντιά τους, άλλα για την αιώνια αφοσίωση τους στην οικογένεια κι άλλα για την αδέσμευτη, λεύτερη ζωή τους. Σαν  θωρώ όμως τον αητό με πιάνει σύζηλο μεγάλο και στενοχωρούμαι που δεν μπορώ να του μοιάσω. Δεν ζηλεύω την ομορφιά του, ούτε την περηφάνια του. Δεν λαχταρώ το ελεύθερο, αδέσμευτο πέταγμά του, ούτε την κοφτερή ματιά του, μα ζηλεύω το φευγιό του γιατί κιανείς δεν το θωρεί να ψυχομαχά, να παραπονάται στο θεό. Κιανείς δεν γροικά  τον στεναγμό του, ούτε το κλάημα του, μόνο ανοίγει τα φτερά και χάνεται για πάντα.

Αρχαίο νόμισμα της Γόρτυνας (350 π.χ) που αναπαριστά τον μύθο της Ευρώπης. Στα αριστερά ο Δίας με την μορφή αετού είναι αγκαλιασμένος με την Ευρώπη στον περίφημο πλάτανο της Γόρτυνας.

 

 



Γέρος αητός εστάθηκε σ’ ενούς δρυγιά τσοι κλώνους
κι ήλεγε και ξανάλεγε την παραπόνεσή του:
 
Ήλιε χρυσέ μου βασιλιά για ιδές την καταδιά μου
που ‘ναι τα μάθια μου θολά κι αλάργο μπλιο δεν φέγγω,
τα σιδερένια ακράνυχα που εδά εσοθρουλίσαν
και τα φτερά που πέφτουνε χάμε ‘πομαδημένα.
Ήμουν εγώ του ουρανού και τ’ αοριού ο αφέντης
που σκόρπιζα τα νέφαλα όντε μονομεριάζαν,
κείνα τα μαυροφόρετα που ‘ρχονται αρματωμένα
με τ’ αγριεμένου κεραυνού το πύρινο μαχαίρι
και τ’ άλλα τα μπαμπακερά απου παιζογελούνε
μες στα λιβάδια τ’ ουρανού όντε θα καλλονίσει.
Είχα ορτάκη τον βοριά, αδερφοχτό τον νότο,
ολημερίς εστέναμε ζεύκι με το τραγούδι
κι απείς μεθοκοπούσαμε με το κρασί τση νιότης
χορεύοντας σηκώναμε τρανό ανεμοκύκλι.
Ήμουν ο φόβος των οζώ στσοι κάμπους και στα πλάγια,
δεν είχε άλλο σαν εμέ η πλάση κυνηγάρη.
Σύναυγα ήπαιζα φτερό ως ήμουν λιμασμένος,
ήσερνα δυνατή φωνή που από παντού γροικούνταν
κι όλα τα έχνη χώνουνταν βαθιά στσι κοιμηθιές τους,
δίχως μιλιά νημένοντας το χάρο ν’ ανταμώσουν.
Όταν η μέρα κείτουνταν στη γη ‘ποκαμωμένη
κι η νύχτα την εσκέπαζε με μαυροπό σεντόνι,
στη δούλεψη μου ήπαιρνα τη λαμπερή σελήνη
για να μου φέγγει να θωρώ ποιοι ασκιανοί σαλεύουν.
Ήμουνα όλων των πουλιών σύζηλο και ξαθέρι,
ομορφομπεγεντίζανε τ’ άγριο φτερούγισμά μου,
κιανένα δεν μου σίμωνε σαν ήβγαινα στα ουράνια
κι όταν ορμούσα χαμηλά όλα ξετρεμουλιάζαν.
Μα εδά που εσογέρασα ήλιε μην το βαστάξεις
να με θωρείς με τα φτερά σαφί νεμαζωμένα,
να μην μπορώ να κυνηγώ, να στέκομαι στα φρούδια,
να φοβερίζω τα οζά, τ’ αγρίμια να ζυγώνω,
μόνο σαν βρω τη δύναμη για να στερνοπετάξω,
να χαιρετίξω τσι κορφές, τα ριζιμιά χαράκια,
 ν’ αγκαλιαστώ με τον βοριά, να κλάψω με τον νότο,
δέξου με στα λημέρια σου έκεια να ξεψυχήσω.
 

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Τ΄ ΑΓΡΙΜΙ

ΤΑ ΕΠΩΝΥΜΑ ΤΩΝ ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ