ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ
ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ
-Μανώλη, σήκω παιδί μου, άντε και
θ’ αργήσεις.
-Ντα που θα πάω αξημέρωτα;
-Μώρε συ , το σχολειό δεν
αρχίζει σήμερο; Άντε και θωρώ όλα τα κοπέλια να ανεβαίνουν.
-Μμμ… εδά μάλιστα.
Σηκώθηκε το
Μανωλιό και αναστέναξε βαθιά. Όλο το καλοκαίρι πέρασε μια χαρά. Παιχνίδι,
βόλτες, πειράγματα στα κορίτσια, κατσουκανιές στους χωριανούς, μα τώρα όλα
τελείωσαν. Δεν το ήθελε το σχολειό ο Μανώλης, δεν είχε τον νου του καθόλου στα
μαθήματα. Συνέχεια αδιάβαστος πήγαινε και πάντα είχε μια δικαιολογία να πει. Τη
μια έλεγε ότι τον έβαζε ο κύρης του να κάμει δουλειές, την άλλη η μάνα του να
κάμει θελήματα, ποτέ του δεν άνοιγε βιβλίο.
Πέμπτη Δημοτικού θα πήγαινε φέτος. Όλα
αυτά τα χρόνια είχε δασκάλα την κυρία Καλωσυνάκη, κυρία Καλοσύνη τη φώναζαν τα
κοπέλια γιατί ήταν πάντα ευγενική και καλή μαζί τους. Ποτέ δεν φώναζε, ούτε
βέργες είχε για να τα δέρνει, μόνο ήταν όλο με το χαμόγελο και τον καλό λόγο.
Τα κοπέλια την αγαπούσαν, τη σέβονταν και προσπαθούσαν να είναι διαβασμένα για
να μην τη στενοχωρήσουν. Όλα εκτός από το Μανωλιό. Δεν τα ‘θελε τα γράμματα κι
όταν του έλεγαν οι συμμαθητές γιατί δεν διαβάζει, εκείνος στρούφιζε τα μούτρα
του κι εφώναζε: «Ίντα κοντό θα τα κάμω τα
γράμματα, δάσκαλος θα γενώ; Και τα χωράφια του κυρού μου ίντα θα γενούνε;». Η
κυρία Καλοσύνη στενοχωριόταν που έβλεπε το Μανωλιό να μην έχει όρεξη για
γράμματα μα είχε 50 κοπέλια στην τάξη, ότι μπορούσε έκανε. Έτρεμε ο Μανώλης μην
τυχόν πάει η δασκάλα στον κύρη του και για να την καλοπιάσει της κουβαλούσε
συνέχεια μανουσάκια που ήξερε πως της άρεσαν. Έτσι η δασκάλα τον συμπάθησε και
πέρασε η χρονιά χωρίς προβλήματα.
«Ε, καλά θα περάσομε κι εφέτος, ας είναι καλά τα μανουσάκια»
«Ε,
καλά θα περάσομε κι εφέτος, ας είναι καλά τα μανουσάκια», είπε το μικρό
αγόρι και κίνησε για το σχολείο. Τελευταίος έφτασε, όλα τα κοπέλια ήταν στη
σειρά και κοιτούσαν τον παπά-Γιώργη που έκανε τον αγιασμό. Σίμωσε το Μανωλιό
σιγά-σιγά και στάθηκε δίπλα στον φίλο του, τον Σπύρο. Κοίταξε γύρω του, τίποτα
δεν είχε αλλάξει. Το παλιό, ξεχαρβαλωμένο κτήριο του σχολείου, το προαύλιο με
τα λιγοστά δέντρα, τα αγόρια, τα κορίτσια, όλα ίδια. Μονάχα την κυρία Καλοσύνη
δεν έβλεπε. Δίπλα στον παπά ήταν ένας άντρας ψηλός, με παχύ μουστάκι και άγρια
θωριά. Είχε σταυρωμένα τα χέρια του και κοίταζε τους μαθητές με βλοσυρό βλέμμα.
Γυρίζει το Μανωλιό και λέει στον φίλο του:
-Μρε
Σπύρο, που είναι η κυρία Καλοσύνη;
-Πάει αυτή. Δεν βλέπεις τον αγριάνθρωπο έκειε; Είναι
ο καινούργιος δάσκαλος. Ο κύρης μου τον κατέχει. Ήτονε στη χώρα σε ένα σχολειό
κι εδά τονε φέρανε έπαε. Τονε φωνιάζανε λέει τα κοπέλια Δράκο γιατί είχε ξεριζώσει
τα αυτιά σε ένα μαθητή που ήτονε διαβαστερός σαν και του λόγου σου.
Σήκωσε τη
χερούκλα του ο «Δράκος», έδειξε τους δυο μαθητές που κουβέντιαζαν και είπε: «Εσείς οι δυο εκεί κάτω, βγάλτε τον σκασμό».
Σαν βροντή αντήχησε η φωνή του και τα κοπέλια λουφάξαν.
Μπήκαν όλοι στην τάξη κι ο Μανώλης
όπως πάντα στο τελευταίο θρανίο με τον Σπύρο. Κανείς δεν μιλούσε. Ο Δράκος
έπιασε την κιμωλία κι άρχισε να γράφει στον πίνακα, «κύριος Παπαδάκης Ιωσήφ».
Έπειτα με αυστηρή φωνή άρχισε να λέει: «Δεν
ξέρω τι έκανε η δασκάλα σας μέχρι σήμερα, αλλά εγώ θα σας κάμω ανθρώπους
χρήσιμους, γραμματιζούμενους, να παρατήσετε τις σκαλίδες και τα τσιγκάκια».
Έλεγε, έλεγε ο δάσκαλος μα του Μανώλη ο νους ταξίδευε στην κυρία Καλοσύνη και
στην ξέγνοιαστη χρονιά που πέρασε. Κοίταξε τον άγριο δάσκαλο και φώναξε: «Κύριε Δράκο, σας αρέσουν τα Μανουσάκια;».
Τα κοπέλια έσκασαν από τα γέλια. Πλησίασε ο δάσκαλος, του άστραψε ένα χαστούκι
και του είπε: «Κατά πρώτον κύριο Παπαδάκη
με λένε κι αν ξαναμιλήσεις χωρίς να σηκώσεις το χέρι σου θα στο ξεριζώσω το
αυτί». Κλαίγοντας ο Μανώλης έτριψε το μάγουλό του και σκέφτηκε: «έτοσες ο δάσκαλος οφέτος θα μου κάνει τ’
αυτιά σαν του γαϊδάρου μεγάλα».
ΧΑ ΧΑ τι μου θύμησες φίλε . Είχα καί εγώ ένα πολύ αυστηρό δάσκαλο στο δημοτικό.
ΑπάντησηΔιαγραφή