ΤΟ ΤΑΜΑ
ΤΟ ΤΑΜΑ
Περασμένα είχε τα σαράντα η Γιωργία
κι ήπεψε ο θιος να πομείνει έγκυος απου δεν είχε κοπέλια. Εννιά μήνες, τους
έβγαλε στο κρεβάτι, είχε πολλά βλαψίδια και πόνους μα εδά ήρθε η ευλογημένη ώρα
να γεννήσει. Ο άντρας της, το Κωστάκι, φώναξε τη μαμή κι αυτή κλείστηκε στη
κάμερα με τη Γιωργία για να κάμει ότι χρειαζόταν. Το Κωστάκι, ένας κακοτερένιος
50χρονος, χλωμός κι αδύνατος σαν το σουβλί, έκοβε βόλτες έξω από τη κάμερα με
αγωνία. Πότε-πότε άκουγε τη γυναίκα του να μουγκρίζει και κολλούσε τ’ αυτί του
στη πόρτα να φρουκαστεί τι γινόταν μέσα.
Δυο ώρες πέρασαν κι η μαμή
βγήκε ολοΐδρωτη, με κατακόκκινο πρόσωπο, λέγοντας: «Κακορίζικο Κωστάκι, κάμε τη προσευχή σου γιατί ζορίζονται τα πράγματα.
Σάλευγε να φωνιάξεις το γιατρό, σάικας θα τονε χρειαστεί η Γιωργία». Έφυγε
τρέχοντας ο μεσόκοπος άντρας και στο δρόμο μονολόγησε: «Παναγία μου, κάμε το θαύμα σου κι εγώ σου τάσσω μια ντενέκα λάδι να
τηνε κουβαλήσω στους ώμους ίσαμε την Παλιανή».
Βρήκε τον γιατρό μα μέχρι να πάνε στο σπίτι η Γιωργία είχε κάμει ένα γιο
τέσσερα κιλά θεριό. Το Κωστάκι αφού είδε ότι η γυναίκα του ήταν μια χαρά άρχισε
να χοροπηδά μέσα στην κάμαρα φωνάζοντας: «ήκαμα
το γιο, ήκαμα το γιο» κι η Γιωργία τον κοιτούσε χαρούμενη.
Πέρασε ο καιρός και την μέρα
που χρόνιαζε το κοπέλι, το Κωστάκι είχε πάει στη χώρα να του πάρει καινούργια
παπούτσια. Καθώς περπατούσε στη « πλαθιά στράτα», μια μαυροφορεμένη ζητιάνα του
‘κλεισε τον δρόμο:
-Δώσε μου άρχοντά μου μια δραχμή απου ‘μαι φτωχή και πεινασμένη.
-Δεν έχω μόνο σάλευγε από μπρος μου, μπας και σου χρωστώ κοντό;
-Ναι Κωστάκι και βέβαια μου χρωστείς.
Δεν της έδωσε
σημασία το Κωστάκι και συνέχισε τον δρόμο του μα σαν έφτασε στο σπίτι,
διηγήθηκε το συμβάν στη γυναίκα του κι αυτή έβαλε τα κλάματα: «Μωρέ αθεόφοβε, δεν κατάλαβες πως ήταν η
Παναγία; Πού μωρέ εκάτεχε η ζητιάνα το όνομά σου; Σάλευγε ίδια εδά να κάμεις το
τάμα σου γιατί θα πλερώσει την αμαρτία σου το κοπέλι μας».
Μονή Παλιανής Giuseppe Gerola (1900-1902)
Το Κωστάκι ήκαμε το σταυρό του, ζήτησε συγνώμη από την Παναγία και
μπήκε στο μέσα σπίτι που είχε αραδιαστές τις ντενέκες με το λάδι. Έβαλε μια
χοντρή πετσέτα στον ώμο του και σήκωσε με δυσκολία μια ντενέκα. Μια σταλιά ήταν
κι αδύναμος μα ο φόβος τον έκανε να σφίξει τα δόντια και να κινήσει για το
μοναστήρι της Παλιανής. Μια ώρα δρόμος
ήταν το Μοναστήρι από το χωριό και το Κωστάκι βογκούσε στην διαδρομή σαν
βαροφορτωμένο μουλάρι. Μετά από δέκα
λεπτά κατέβασε τη ντενέκα να πάρει μια ανάσα. Ξάνοιξε τον ουρανό. Μαύρα νέφαλα
μαζώχτηκαν από πάνω του κι άρχισε να βρέχει: «Καλά μου κάνεις Παναγία μου, δίκιο έχεις να οργίζεσαι», είπε κι
αγκομαχώντας σήκωσε τη ντενέκα να συνεχίσει τον δρόμο του.
Η Παναγία Παλιανή βρίσκεται στην κορφή ενός λόφου, σαν έφτασε το
Κωστάκι κάτω από τον λόφο, ξάνοιξε το Μοναστήρι, αναστέναξε και πήρε τον
ανηφορικό δρόμο. Όταν έφτασε στην πόρτα της Παλιανής, τον περίμενε μια Μοναχή.
Έσκυψε, της φίλησε το χέρι μα πριν προλάβει να μιλήσει, του είπε αυτή: «Καλώς
το Κωστάκι. Οψές με ονείρεψε η Παναγία και μου είπε να σου πω ότι η
οικογένειά σου είναι υπό την Αγία Σκέπη Της και πως οι δοκιμασίες είναι για
τους αληθινά πιστούς». Μπήκε το Κωστάκι, άναψε κερί στη Χάρη της,
προσκύνησε κι από τότε κάθε χρόνο την ίδια μέρα, έβαζε στον ώμο μια ντενέκα
λάδι και την πήγαινε στην Παλιανή.
Ή χάρη τής Παναγίας νά προστατεύει φίλε.Ενα μεγάλο μπράβο.
ΑπάντησηΔιαγραφή