ΛΥΡΑ, ΠΡΩΤΗ ΚΑΙ ΣΤΕΡΝΗ ΑΓΑΠΗΤΙΚΙΑ
ΛΥΡΑ, ΠΡΩΤΗ ΚΑΙ ΣΤΕΡΝΗ
ΑΓΑΠΗΤΙΚΙΑ
Δυο μεγάλες αγάπες έχει ο Κρητικός. Η μια είναι η λευτεριά, η μάνα του,
που δίνει ακόμα και τη ζωή του γι’ αυτήν. Η άλλη είναι η λύρα που την έχει σαν γυναίκα του, σαν ερωμένη, σαν τον πρώτο του
έρωτα. Παθιασμένα την αποζητά κι όταν πέφτει στην αγκαλιά της δεν γροικά και
δεν θωρεί τίποτα άλλο μονάχα εκείνη. Σ’ αυτή λέει τον καημό του, τις χαρές και
τα βάσανά του. Σ’ αυτήν ξεσπά όταν φουντώνει το μερακλίκι του, όταν θίγουν την
αντριγιά του. Εκείνη στέκει πάντα δίπλα του, τη μια να συμπαίνει τη φωτιά που
τον καίει, την άλλη να τη σβήνει, τη μια να τον σπρώχνει στην άκρα του γκρεμού,
την άλλη να τον ανεβάζει στην κορφή του κόσμου.
![]() |
Ίσως η λύρα να μπήκε στην καρδιά του Κρητικού γιατί ο ίδιος την έπλασε,
την άλλαξε, την έφερε στα μέτρα του. Έφτιαξε τη φωνή της να μοιάζει με τη δική
του, γλυκιά και ποιητική στον έρωτα, άγρια και δωρική στη μάνητα. Ίσως πάλι να
μιλά στην ψυχή του γιατί κουβαλά μέσα της μνήμες και προγονικές φωνές. Ίσως
γιατί το δοξάρι της είναι μαυρισμένο απ’ το μπαρούτι ή γιατί είναι ποτισμένο με
μυρωδιές από λιβάνι, γιασεμί κι ανθισμένο δίκταμο. Μα θαρρώ πως ο Κρητικός
αγάπησε τη λύρα γιατί πάντα τον συντροφεύει στα δύσκολα. Όταν μαυρίζει ο
ουρανός, όταν η κατσιφάρα της λύπης σκεπάζει τον νου του, όταν το δεντρί της
ελπίδας ρίχνει όλους τους αθούς του χάμε, δεν τον αφήνει μοναχό, μόνο τον
παίρνει από το χέρι και μαζί χορεύουν πάνω στα ερείπια του θανάτου, μαζί
τραγουδούν και περιγελούν τη μαυροφόρα μοίρα.
Καθόλου δεν με νοιάζει από πού ήρθε η λύρα. Δεν κατέχω αν γεννήθηκε στα
στενά σοκάκια του Χαλεπιού ή στους πορφυρούς δρόμους της Πόλης. Αν την
πρωτόπιασε στα χέρια του ο μυθικός Ορφέας ή κάποιος καταραμένος βασιλιάς στις
Ινδίες. Αυτό που κατέχω είναι ότι σαν γροικώ τη λύρα θωρώ μπροστά μου το
Κρητικό πέλαγο αφρισμένο να τραγουδά, τον Ψηλορείτη να βρουχάται σαν να θέλει
ακόμα να χώσει το κλάμα του θεϊκού βρέφους. Θωρώ σπήλιους να σιγομουρμουρίζουν
το μονότονο σκοπό του χρόνου που σταλάζει στα σπλάχνα τους. Θωρώ χαράκια να
μουγκρίζουν από τις μαχαιριές του βοριά και να τρέχει απ’ τις πληγές τους
κρουσταλλιασμένο νερό. Θωρώ χιλιάδες λιόδεντρα να χορεύουν ερωτικά μπρος στα
πόδια του ξεμωραμένου νοτιά κι αυτός λυσσασμένος να φυσά για να σηκώσει το
χρυσοπράσινο φόρεμά τους.
Αυτή είναι η λύρα. Αυτή που στη ράχη της, την καμωμένη από μαυρομουρνιά, κάθεται ο αγέρωχος αητός της φάρας μας. Αυτή που στο μπέτη της χτυπά το χιλιόχρονο κατράνι της στέγης των προγόνων μας. Αυτή που στους τρεις συρμάτινους δρόμους της τρέχει ακούραστη η χαίτη του γιοργαλίδικου αλόγου. Αυτή που πάνω από τον περήφανο καβαλάρη της γροικούνται τα κουδούνια από τα κυνηγάρικα γεράκια. Αυτή είναι η πρώτη και στερνή αγαπητικιά μας.
(Ευχαριστώ την Ευτυχία Λουκαδάκη για το υπέροχο σκίτσο της)
Συγχαρητήρια Νίκο πολύ καλό!!
ΑπάντησηΔιαγραφή