ΤΟ ΨΑΚΙ

 

ΤΟ ΨΑΚΙ

-Στον μονάντερο τον αξάδερφό μου ήσουνε πάλι; Έκεια να ξημερώνεσαι κι εγώ έπαε αμοναχή. Είπα του πως ανε σου ξαναδώσει ρακί θα του το κάψω το καφενείο. Θαρρεί πως δε θα το κάμω; Ξανασίμωσε εσύ εκειά κι αν δεν του το λαμπαδιάσω ότι θες.

-Ένα καφέ ήπια Μαριάνθη μου, μόνο μη φωνιάζεις.

-Μη μου λες εμένα πως ήπιες καφέ, τα φεγγιά σου γυαλίζουνε σαν το λιακόνι. Εγώ σ’ ανημένω σαν τη παράουρη να φάμε κι εσύ πίνεις ρακές με τσοι άδουλους του χωριού. Κάτσε δα κι απόψε νηστικός για να μάθεις.

Σηκώθηκε η Μαριάνθη, πήρε τα πιάτα με το φαί από το τραπέζι και τα πέταξε έξω στην αυλή. Ο Παυλής αναστέναξε, έκανε τον σταυρό του και πήγε για ύπνο.

            -Ναι, σάλευγε να θέσεις, απου να σφαλίξεις τα μάθια σου μια και καλή να γλυτώσω.

Είπε η Μαριάνθη και συνέχισε να μονολογεί βλαστημώντας τη μοίρα της.

          Λίγο πριν ξημερώσει σηκώθηκε ο Παυλής, αποταυρίστηκε και πλησίασε το εικονοστάσι που είχε φτιάξει σε μια γωνιά του δωματίου. Προσκύνησε την εικόνα της Παναγίας και κοίταξε τα στέφανα του γάμου που ήταν καρφωμένα στον τοίχο πάνω από την εικόνα.

          -Άχι μωρέ Μαριάνθη.

Ψιθύρισε και γύρισε να κοιτάξει την γυναίκα του. Ακόμα και την ώρα που κοιμόταν, το πρόσωπό της ήταν οργισμένο, σφιγμένο. Δεν τον ένοιαζε που του φώναζε και που γκρίνιαζε συνέχεια, μα του έκαιγε τα στήθια που το χωριό την έλεγε «το Ψακί». Είχανε βέβαια τα δίκια τους αφού η Μαριάνθη ήταν αγέλαστη, κακολογούσε τους πάντες και οι φωνές της, όταν νευρίαζε, ακούγονταν σε όλο το χωριό, μα ο Παυλής ήξερε ότι η γυναίκα του δεν ήταν έτσι πάντα. Όταν παντρεύτηκαν ήταν γλυκιά και καλοσυνάτη, σαν κατάλαβε όμως πως δεν μπορούσανε να κάμουνε κοπέλι, στενοχωρήθηκε τόσο πολύ που άλλαξε χαρακτήρα, μπήκε η κακία στην ψυχή της.

            Ντύθηκε ο Παυλής, έφτιαξε τη βούργια του, πήρε τον τσιφτέ κι έφυγε να πάει στην μοναδική διασκέδαση που το είχε απομείνει, το κυνήγι. Είχε βέβαια χρόνια να πιάσει κάτι, δεν του άρεσε πια να σκοτώνει πουλιά ή λαγούς, ήθελε μόνο να βρίσκεται στη φύση, να τη γροικά και να τη μυρίζει. Περπάτησε για αρκετή ώρα, βγήκε στον λόφο που ήταν πάνω από το χωριό και καλημέρισε τον ήλιο που πρόβαλε ρόδινος. Κατηφόρισε έπειτα και μπήκε στον ποταμό με τα θεόρατα δέντρα. Έκατσε κάτω από μια καρυδιά, έβγαλε από τη βούργια ένα κομμάτι παξιμάδι και το κοκκάλιζε. Τα πουλιά στα δέντρα καλημέριζαν κι αυτά τον ήλιο με το κελάιδισμα τους και τίναζαν τα φτερά τους να ξεμαργώσουν. Πέταξε ο νους του Παυλή, έσμιξε με τα πουλιά και πιάσανε κουβέντα. Αγαλλίασε η ψυχή του κι ένα χαμόγελο ολόδροσο φώτισε το πρόσωπό του. Πέρασε η ώρα, ξεχάστηκε και μεσημέριασε καλά. Σηκώθηκε και με το χαμόγελο ακόμα ζωντανό γύρισε στο σπίτι.

 

                         …Μήδε τσίχλα δεν είσαι άξιος να φέρεις στο σπίτι.

 

      ‘Όταν άνοιξε τη πόρτα, τον περίμενε «το Ψακί» κι έβραζε από θυμό.

       -Μόλαρες πάλι και δεν είπες κουβέντα. Που γύριζες πάλι όλη μέρα;

       -Στο κυνήγι ήμουνε Μαριάνθη μου. Ήκατσα στον ποταμό να κάμω κολατσό και γροικώντας τα πουλιά εξεχάστηκα. Πολύ όμορφα κελαηδούσανε μα κιανένα δεν έχει την αηδονολαλιά σου.

      -Με παίζεις κιόλας; Θαρρείς πως επειδή κουβαλάς τον τσιφτέ είσαι και κυνηγός; Μήδε τσίχλα δεν είσαι άξιος να φέρεις στο σπίτι. Άλα μπλίρι που γύριζες και μπεκρόπινες. Λέγε που ήσουνε.

     -Αλήθεια σου λέω. Γιάντα να σου πω ψόματα, αφού κατέχεις πως σ’ αγαπώ. Έτσα μάλιστα που σε θωρώ αναψοκοκκινισμένη είσαι, στ’ αφτάρμιστά σου, πολύ όμορφη.

Θόλωσε το μυαλό της Μαριάνθης, έπιασε το τσικάλι με τα γιουβαρλάκια και το καπέλωσε του Παυλή. Ο φτωχός γέρος έβαλε τα γέλια και σκουπίζοντας τα μάτια του είπε:

      -Καλά λένε πως μετά τ’ αστραπόβροντα έρχεται η καταιγίδα. Έτσα κι εσύ άστραψες, βρόντηξες κι ήριξες εδά την καταιγίδα σου.

Κρυφογέλασε η Μαριάνθη και του είπε:

       -Έκαμα σε κακορίζικο χάλια, άντε δα πάμε να σου γέρνω να λουστείς.

 

          (Ευχαριστώ για άλλη μια φορά τον Στέλιο Τρουλλινό για το σκίτσο του που ζωντανεύει το κείμενο)

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ