ΤΟ ΘΕΪΚΟ ΔΩΡΟ
ΤΟ ΘΕΪΚΟ ΔΩΡΟ
«Άντε δα Νικολή να μονοπαντίσομε
το γάλα, να το τυροκομήσομε», μου είπε ο Γιώργης κι έκλεισε τον πόρο της
μάντρας αφήνοντας τα οζά στην ησυχία τους. Ο αέρας λυσσομανούσε και τα χέρια
μου από το κρύο είχανε μαργώσει. Ο Ψηλορείτης από πάνω μας οργισμένος, γεμάτος
νέφαλα. Το μιτάτο του Γιώργη παμπάλαιο, με θεόρατες πέτρες σασμένο, έμοιαζε σαν
θολωτός Μινωικός τάφος και ταίριαζε απόλυτα στο άγριο τοπίο. «Κακορίζικα οζά, το ζόρε σας έπαε», σκέφτηκα
και χώθηκα στο μιτάτο από την στενή, χαμηλή πόρτα. «Γιάε τη ρακή, πιάσε κι από πίσω σου ένα τυροζούλι, κόψε το να πιεις
μια, μέχρι να κάμω εγώ το πρεπό μου», είπε σιγανά ο Γιώργης κι όπως γύρισα
είδα μέσα στο λιγοστό φως που έμπαινε από την κορφή του μιτάτου, τα πλεκτά
καλαθάκια τα λεγόμενα τουπιά, γεμάτα με το λευκό τυρόπηγμα. Αμέσως μου ήρθε στο
νου η περιγραφή του Ομήρου όταν ο Οδυσσέας μπαίνει στη σπηλιά του κύκλωπα
Πολύφημου και αντικρίζει ακριβώς την ίδια εικόνα, τουπιά γεμάτα με τυρόπηγμα.
Ο Γιώργης πλησίασε μια ξεθωριασμένη εικόνα ενός Αγίου που ήταν
στερεωμένη σε μια πέτρα. Προσκύνησε, έκανε τον σταυρό του κι έπειτα με αργές
κινήσεις πήγε κοντά στο παλιό καζάνι που από πάνω του κρεμόταν όλα τα εργαλεία
της τυροκόμησης. Ξανάκανε τον σταυρό του, σταύρωσε το γάλα και φώναξε: «στο όνομά σου θε μου». Έμοιαζε εκείνη τη
στιγμή σαν τον ιερέα που με σεβασμό και κατάνυξη ετοιμάζει τη Θεία Κοινωνία. Σύρωσε ο γέρο-βοσκός το γάλα
μέσα στο καζάνι κι άναψε τη φωτιά από κάτω. Έπειτα, αφού το γάλα είχε ζεσταθεί,
μέσα σε ένα ποτήρι με λίγο νερό, έριξε δυο κουταλιές σκόνη από ένα μικρό κουτί
και λίγο αλάτι. Το διάλυσε καλά, το έβαλε μέσα στο γάλα κι έσβησε τη φωτιά. Με
περιέργεια τον ρώτησα:
«-Γιώργη, πυτιά ήταν αυτό που
έβαλες ή αγαστέρα;
-Πυτιά. Ποιος κάθεται σήμερο να σάζει
αγαστέρα. Ο κύρης μου βέβαια αγαστέρα ήβανε. Θυμούμαι που ήσφαζε ένα αρνί 6-7
μερώ, ήπαιρνε την αγαστέρα από το στομάχι του, την ξέραινε και την κοπάνιζε να
την κάμει σκόνη».
Ανακάτεψε καλά το γάλα ο Γιώργης, το σκέπασε και το άφησε να κάμει
τυρόπηγμα. Ήρθε κοντά μου να πιούμε μια ρακή κι όση ώρα μου μιλούσε σκεφτόμουν
την αρχέγονη ιεροτελεστία που συνέβαινε μπροστά στα μάτια μου. Αυτό το ταπεινό
φαγητό των βοσκών έφτασε μέχρι τα παλάτια και τα σπίτια των σύγχρονων κροίσων.
Το τυρί λατρεύτηκε από όλους τους λαούς μα για τον Έλληνα ήταν και συνεχίζει να είναι ένα θεϊκό δώρο. Την πρώτη
θέση στον κόσμο έχουμε στην κατανάλωση τυριού με 23 κιλά ανά άτομο τον χρόνο.
Πάνω από 500 διαφορετικά τυριά παράγονται στην Ελλάδα και ορισμένα από αυτά,
όπως η περίφημη φέτα, έχουν φτάσει στα πέρατα της γης.
Πέρασε μισή ώρα κι ο Γιώργης σηκώθηκε να τελειώσει την τυροκόμηση.
Άναψε πάλι τη φωτιά κι ανακάτεψε καλά το τυρόπηγμα με τον ταράχτη. Έπειτα το
έβαλε στα τουπιά σφίγγοντάς το καλά να φύγει όλος ο ορός. Το μιτάτο γέμισε
αχνούς από το ζεστό τυρόπηγμα και μοσχομύρισε. «Πάρε δα έκεινονε το σκοινί με το τσουβάλι και κλούθα μου», είπε ο
βοσκός κι εγώ τον ακολούθησα δίχως να ξέρω που πηγαίναμε. Μετά από αρκετό
περπάτημα στα δύσβατα μονοπάτια του θεϊκού βουνού, ο Γιώργης στάθηκε: «Στάσου έπαε κι όταν σου φωνιάξω να πιάσεις
το σκοινί που θα πετάξω. Έπαε είναι η τρύπα που φυλώ τα τυριά μα δε κάνει να
κατέβει κιανείς άλλος, μόνο εγώ». Έσκυψα και είδα μια μικρή τρύπα που
χωρούσε ίσα-ίσα ένα άνθρωπο. Κατέβηκε ο Γιώργης και σε λίγη ώρα μου φώναξε και
τράβηξα το τσουβάλι που είχε μέσα δυο τυριά. «Έτανε είναι δικά σου, να φάτε με την κυρά σου και θα μου συχωρνάτε
μέχρι να ζείτε», μου είπε ο Γιώργης σαν βγήκε από την τρύπα και πήραμε τον
δρόμο του γυρισμού.
Όταν έφτασα στο σπίτι, βράδυ πια, έκοψα ένα κομμάτι από το τυρί της
τρύπας, το άφησα λίγο να ιδρώσει, όπως μου είπε ο Γιώργης και το έβαλα στο
στόμα μου. Η γεύση του ήταν απίστευτη. Έκλεισα τα μάτια και ξαναβρέθηκα στο
μιτάτο. «Άχι και γιάντα να μην ήμουνε
βοσκός», σκέφτηκα κι έκοψα ένα μεγαλύτερο κομμάτι να φάω .
Πολύ ωραία ιστορία σύντεκνε. Λίγοι έχουν ζήσει τέτοιες στιγμές!!
ΑπάντησηΔιαγραφή