ΚΑΝΤΑΔΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΝΟΥΛΑ
ΚΑΝΤΑΔΑ ΣΤΗΝ ΕΡΗΝΟΥΛΑ
Το νυχτολούλουδο που έχει αγκαλιάσει το
καμπαναριό του Αι-Γιώργη μοσχομυρίζει. Η πλατεία με τις μεγάλες μουριές είναι
γεμάτη με σιδερένια τραπεζάκια και ξύλινες καρέκλες. Εκεί, κάτω από το παραπονεμένο
φεγγάρι, μια παρέα ντελικανήδων γλεντοκοπά. Ο Βαγγέλης είναι η ψυχή της παρέας.
Ψηλός, κυπαρισσόκορμος, με γαλανά μάτια και καρδιά μικρού παιδιού. Λειώνουν οι
κοπελιές σαν τον θωρούν να περνοδιαβαίνει τα σοκάκια του χωριού χτυπώντας τα
στιβάνια του, μ’ αυτός αγαπά την Ερηνούλα, την κόρη του Καπετάνιου κι έχει
μάτια μόνο για κείνη.
Περασμένα μεσάνυχτα κι η παρέα έχει ξεφρενιάσει. Μόνοι πια στην πλατεία τραγουδούν και οι φωνές τους ταράζουν τη γαλήνη της νυχτιάς. Ο Βαγγέλης ζαλισμένος απ’ το κρασί και θολωμένος από τον έρωτα κοιτά γύρω την πλατεία. Ένα νέφαλο έχει σκεπάσει τα μάτια του. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται μπροστά του η Ερηνούλα σαν αερικό με το ολόλευκο πρόσωπό της και τα βυσσινιά της χείλη να του χαμογελούν. Του κόβεται η λαλιά, κλείνει τα μάτια του και σαν τα ανοίγει, η Ερηνούλα έχει χαθεί. «Εντάκαρα να θωρώ όνειρα και στο ξύπνιο μου», σκέφτηκε και η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Βροντά τα χέρια του στο τραπέζι, το αναποδογυρίζει και λέει του αδερφού του: «Μανώλη, σάλευγε να φέρεις το μαντολίνο, θα πάμε να κάνομε καντάδα».

Περασμένα μεσάνυχτα κι η παρέα έχει ξεφρενιάσει. Μόνοι πια στην πλατεία τραγουδούν και οι φωνές τους ταράζουν τη γαλήνη της νυχτιάς. Ο Βαγγέλης ζαλισμένος απ’ το κρασί και θολωμένος από τον έρωτα κοιτά γύρω την πλατεία. Ένα νέφαλο έχει σκεπάσει τα μάτια του. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται μπροστά του η Ερηνούλα σαν αερικό με το ολόλευκο πρόσωπό της και τα βυσσινιά της χείλη να του χαμογελούν. Του κόβεται η λαλιά, κλείνει τα μάτια του και σαν τα ανοίγει, η Ερηνούλα έχει χαθεί. «Εντάκαρα να θωρώ όνειρα και στο ξύπνιο μου», σκέφτηκε και η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Βροντά τα χέρια του στο τραπέζι, το αναποδογυρίζει και λέει του αδερφού του: «Μανώλη, σάλευγε να φέρεις το μαντολίνο, θα πάμε να κάνομε καντάδα».

Μαζεύεται λοιπόν η παρέα στο προαύλιο του Αι-Γιώργη και ξεκινά την καντάδα. Ο Μανώλης αρχίζει να παίζει μαντολίνο γλυκά, σιγανωπά και τα πουλιά της νύχτας στα γύρω δέντρα φρουκούνται. Φτάνοντας στο σπίτι της Ερηνούλας η παρέα σταματά, ξέρουν όλοι ότι η καντάδα γίνεται για εκείνη. Ο Βαγγέλης κοιτάζει το μπαλκόνι του σπιτιού και φουρτουνιάζει ο νους του. Θυμάται την Ερηνούλα καθισμένη εκεί να ράβει με τα μάτια χαμηλά, τα μαλλιά ομορφοπλεγμένα κι αυτός να την κοιτάζει αναστενάζοντας. Με τα στήθια του να σκίζονται από τον πόνο ξεκινά το τραγούδι:
-Ξύπνα πουλί μυριόπλουμο που σ’ έχουν κλειδωμένο…
-Ξύπνα πουλί μυριόπλουμο που σ’ έχουν κλειδωμένο.Επανέλαβε η παρέα σιγανά.
-…ν’ ακούσεις το τραγούδι μου το παραπονεμένο.
Χτύπησε ο Βαγγέλης τα χέρια του και συνέχισε.
-Σήκωσε τα σκεπάσματα τα χρυσοκεντημένα…
-Έλα, έλα τα χρυσοκεντημένα. Είπε η παρέα με μια φωνή.
-…κι έβγα να δεις τον έρωτα που τραγουδεί για σένα.
Μεράκλωσε η παρέα, ο Μανώλης άρχισε να παίζει πιο δυνατά κι οι υπόλοιποι σφύριζαν. Ο Βαγγέλης πήρε θάρρος σήκωσε τα χέρια και συνέχισε.
-Ξύπνα να δεις τ’ ολόγιομο φεγγάρι απου στάσει..
- άντες, αντές φεγγάρι απου στάσει.
-…και το σεβντά που χρόνια εδά στο μπέτη μου κοιτάσσει.
-Ξύπνα ν’ ακούσεις το πουλί που ‘ρθε στη γειτονιά σου…
-που ‘ρθε στη γειτονιά σου.
-…και τα φτερά του μπέρδεσαν στο βάτο του σεβντά σου.
-Πήρα φτερό του έρωτα, αίμα ‘πο την καρδιά μου…
-Όπα, όπα αίμα ‘πο την καρδιά μου.
-…και σου ‘γραψα μα τη γραφή σβήσαν τα δάκρυά μου.
Είπε πολλές μαντινάδες ο Βαγγέλης ώσπου ήρθε το γύρισμα της αυγής κι άρχισαν οι πετεινοί να λαλούν. Με λάβρα στην καρδιά έκανε σινιάλο στην παρέα και πήρε ο καθένας τον δρόμο για το σπίτι του. Καθώς έφευγαν, πίσω από το αμπαρωμένο παραθυρόφυλλο η Ερηνούλα έβγαλε βαθύ αναστεναγμό. Κανείς δεν την άκουσε μονάχα η μοίρα που κρυφογέλασε κι έστεσε τον αργαλειό να ξεκινήσει το υφαντό της ζωής των δύο νέων.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου