Ο ΜΑΘΙΟΣ ΤΟΥ ΧΑΤΖΗ
Ο ΜΑΘΙΟΣ ΤΟΥ ΧΑΤΖΗ
Πέρασε ο Χατζής απ’ την
παμπάλαια εκκλησία του χωριού και πίσω του κλουθούσε ο Μαθιός, το μουλάρι του.
«Καλημέρα παπά-Νικολή» φώναξε ο
ηλικιωμένος άντρας στον παπά που έστεκε στην πόρτα της εκκλησίας. «Καλημέρα και σε σένα Χατζή» απάντησε ο
παπάς. Το μουλάρι σταμάτησε και γκάνισε δυνατά κουνώντας πάνω-κάτω το κεφάλι
του. «Ξάνοιξε έπαε ένα οζό που θέλει κι
αυτό χαιρετούρα» είπε ο παπάς και σήκωσε το χέρι του γελώντας. Οι φωνές του
ζώου αντηχούσαν σε όλο το χωριό. «Γεια
σου και σένα Μαθιό» είπε ο παπάς και το μουλάρι συνέχισε τον δρόμο του
κλουθώντας τον αφέντη του.
Κοπέλια δεν είχε ο Χατζής μα είχε τον Μαθιό πιο καλά από κοπέλι του.
Ποτέ δεν τον χτυπούσε ούτε τον παραφόρτωνε, κάθε μέρα τον καλοτάιζε και του
μιλούσε πάντα με το συργούλιο. Το τετραπέρατο αυτό ζώο είχε μάθει όλες τις
διαδρομές που έκανε, έτσι όταν τον φόρτωνε ο Χατζής του ψιθύριζε στο αυτί: «Άντε δα Μαθιό, σάλευε στη Χατζήδαινα» κι
αυτό δίχως να σταματήσει πήγαινε στο σπίτι. Όταν έφτανε γκάνιζε δυνατά κι η
Χατζήδαινα του φώναζε: «Καλώς τον Μαθιό
μου, στάσου κι έρχομαι να σε ξεφορτώσω».
Είχε ένα γειτονάκι ο Χατζής, το Γιωργιό, που αγαπούσε πολύ τον Μαθιό,
μα και το ζώο μόλις άκουγε τη φωνή του κοπελιού κουνούσε τα αυτιά του και
στρούφιζε γύρω-γύρω ολόχαρος. Κάθε Κυριακή απολείτουργα έστεκε το Γιωργιό στην
πόρτα και φώναζε: «Θείε Χατζή, να πάω τον
Μαθιό μια βόλτα;». «Να πας μα να προσέχεις γιε μου γιατί είναι μια ολιά
κουζουλερός, μην σε φκερέσει ποθές», έλεγε ο Χατζής και γελούσε κάτω από τα
άσπρα του μουστάκια. Καβαλίκευε το Γιωργιό, τραγουδούσε τον «πραματευτή» και
διάβαιναν τις στράτες του χωριού. Όταν γύριζαν, το Γιωργιό αγκάλιαζε τον Μαθιό
και του ‘λεγε: «Άντε φίλε μου, την άλλη
Κυριακή πάλι».
Κάποια στίγμή η Χατζήδαινα αρρώστησε, κατάπεσε και ο Χατζής ήταν
συνέχεια από πάνω της, γέροι πια κι οι δύο είχαν μόνο ο ένας τον άλλο. Περνούσε
ο καιρός κι ο Χατζής είχε παραμελήσει τον Μαθιό, δεν προλάβαινε να τον
φροντίσει, είχε την έγνοια της γριάς του, όμως τον αγαπούσε πολύ και πονούσε η
ψυχή του να τον ακούει να γκανίζει παραπονεμένος. Μια Κυριακή που ήρθε το
Γιωργιό να πάρει τον φίλο του, ο Χατζής του λέει: «Γιωργιό άσε σήμερο τον Μαθιό κι άμε να πεις του κυρού σου να ‘ρθει που
τονε θέλω». Το Γιωργιό με κατεβασμένα τα μούτρα πήγε και σε λίγη ώρα ο
κύρης του χτυπούσε την πόρτα του Χατζή.
-Καλώς τον Κωστή.
-Ίντα γίνεται μπάρμπα Χατζή,
με θες πράμα;
-Κωστή εγώ μπλιο, όπως
κατέχεις, έχω τη γριά και δεν μπορώ να κάμω πράμα, ολημερίς με θέλει από πάνω
τζη.
-Ότι μπορώ μπάρμπα να σου το
κάμω, μόνο πες μου.
-Πράμα δεν θέλω να μου κάμεις
Κωστή, μόνο έκειονα το οζό, τον Μαθιό, το ‘χω παρατήσει και το πονεί η ψυχή
μου. Θέλω λοιπόν να το πάρεις, στο χαρίζω δηλαδή, επειδή όμως το έχω σαν κοπέλι
μου θέλω να το προσέχεις, να το φροντίζεις. Γιάε, ευχή και κατάρα σου δίδω, μην
το χτυπάς γιατί παραπονάται.
-Έννοια σου θείε, κι εγώ σαν
το κοπέλι μου θα το ‘χω. Έτσι κι αλλιώς άμα κάνω πως σηκώνω το χέρι μου στο
Μαθιό, ο γιος μου θα με σκοτώσει. Αύριο πρωί-πρωί θα ‘ρθω να τονε πάρω μόνο σε
ευχαριστώ πολύ.
Έφυγε ο Κωστής κι ο Χατζής πήγε να αποχαιρετήσει τον Μαθιό. Σίμωσε, τον
χάιδεψε, του μιλούσε πολυώρα, έκλαιγε, κι ο Μαθιός τον κοιτούσε μέσα στα μάτια.
Την άλλη μέρα το μεσημέρι ότι κι είχε γυρίσει το Γιωργιό από το σχολείο,
ακούστηκαν οι φωνές του σε όλο το χωριό: «Ζήτω,
ζήτω, ο Μαθιός είναι δικός μου, ο Μαθιός είναι δικός μου».
(Ευχαριστώ τον πάντα σε ετοιμότητα καλλιτέχνη Στέλιο Τρουλλινό για το
όμορφο σκίτσο του)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου