ΑΝΟΙΞΗ ΞΕΣΟΥΒΙΑΣΟΥ

 

ΑΝΟΙΞΗ ΞΕΣΟΥΒΙΑΣΟΥ


Πολύ αργεί φέτος η Άνοιξη. Τέτοιο καιρό θα έπρεπε να ‘χαν φανεί τα χελιδόνια, να ξαναβρίσκανε τις φωλιές τους, να τις ξαναστελειώνανε. Αργούν όμως κι όσα έχουν έρθει, είναι ξεταιριασμένα, ορφανά. Τέτοιο καιρό θα έπρεπε η γη να κοιλοπονά και χαρούμενη να γεννά βλαστούς κι έρωτα, μα αργεί πολύ. Μονάχα δυο-τρεις πεισματάρες αμυγδαλιές βαστούν ακόμα ζωντανούς λίγους ανθούς της ελπίδας, κόντρα στον βοριά που άφησε τις πιο πολλές ολόγδυμνες από νωρίς. Ακόμα δεν έφυγε ο βαρύς γαμπάς του χειμώνα από τους ώμους μας. Τα μαύρα νέφαλα δεν αφήνουν τις αχτίνες του ήλιου να λειώσουν τα χιόνια του φόβου, που καιρό τώρα φράζουν τις θύρες της ψυχής μας.




Μα όσο αργεί η Άνοιξη τόσο πιο ορεξάτη θα έρθει και θα βλαστοσύρουν τα κιτρινισμένα κλώνια της χαράς, θα ανθίσουν τα μαργωμένα χαμόγελα, θα ντυθούμε το ανάριο πουκάμισο της ανεμελιάς. Έχει περάσει η φάρα μας βαρύτερους και μεγαλύτερους χειμώνες. Γενιές ολόκληρες ζήσανε στο σκοτάδι και στην κρυγιώτη δίχως να θωρούν του ήλιου το φως. Μα σαν βγήκε μιαν αυγή ολόλαμπρος, για αιώνες δεν ξανανύχτωσε. Αυτό το φως ανημένω κι εγώ, μα μέχρι να το αντικρύσω, ο νους μου τ’ άγριο πουλί έχει ανοίξει τα φτερά κι θέλει να γύρει τ’ αοριού.

 ΑΓΡΙΟ ΠΟΥΛΙ


Πότε θα μπει η άνοιξη το θέρος να σιμώσει

να βγω στα όρη αμοναχός ο νους μου να μερώσει.

Βέργα πρινένια να βαστώ βαριά, καλοσασμένη

και να φορώ στους ώμους μου μια βούργια ξομπλιασμένη.


Να πορπατήξω του βουνού τσι ματωμένες στράτες,

να βρω τα ζάλα που άφησαν χαΐνηδες κι αντάρτες.

Να δω βιτσίλες να πετούν, γοργόφτερα γεράκια,

να δω τσι ρίζες των δεντρών που σκίζουν τα χαράκια.

Να μπω σε σπήλιους που `ζησαν Αγίοι και δαιμόνοι,

να δω ανήλιαγα γκρεμνά απου στοιβιά το χιόνι,

να `κούσω λέρια των οζώ, να δω φουριάρες αίγες,

να μεταλάβω το νερό απ` του βουνού τσι φλέγες.


Κι ύστερα στην κορφή να βγω, τη στερνοχιονισμένη,

έκεια που στένουνε χορό προγόνοι αγιασμένοι,

κι οληνυχτίς γλεντοκοπούν με τσι σκοπούς τ` αέρα,

και δακρυσμένοι σφίγγουνε ο γης τ` αλλού τη χέρα.


Έκεια κι εγώ την εμιλιά τση φύσης να γροικήσω

να βρω αθό τση λησμονιάς να σκύψω να μυρίσω,

να φύγει τ` άγριο πουλί που μες στο νου κειτάσει,

ψηλές κορφές κι απάτητα φαράγγια να περάσει,

να βρει χαράκι ριζιμιό σε φρούδι γαντζωμένο,

που το `χουνε οι άνεμοι κι οι χρόνοι φαωμένο,

και να μαζώξει τα φτερά, στην άκρα να πατήσει,

να δει την Κόρη από ψηλά και να την μπεγιεντίσει,

την Κόρη την χιλιόμορφη που `ναι σαφή θεσμένη

και γύρω-γύρω κύματα την έχουν τυλιγμένη,

που `χει λαούς αμέτρητους στα στήθια της βυζάξει

και μες στον κόρφο της, θεούς παλιούς έχει φυλάξει.


(Ευχαριστώ τον φίλο και εξαίρετο φωτογράφο Νίκο Νικολάου για την υπέροχη φωτογραφία)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ