ΒΕΡΓΗΔΕΣ - ΤΣΗ ΣΟΦΟΥΛΑΣ ΤΟ ΒΟΛΙ
ΚΡΗΤΕΣ ΗΜΙΘΕΟΙ, ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ
ΒΕΡΓΗΔΕΣ - ΤΣΗ ΣΟΦΟΥΛΑΣ ΤΟ ΒΟΛΙ
Κονάκι μεγάλο σαν τον πύργο είχε σασμένο ο Μόχογλου, ο αγάς του Μοχού.
Είχε κι ένα γιο, τον Καραμπίνη που
δεν άφηνε σε ησυχία το χωριό, ειδικά οι χριστιανοπούλες τον τρέμανε. Μια μέρα,
έτσα στα λιομαζώματα, οργάνωσε ο Καραμπίνης νυχτερινό χορό στο κονάκι του και
κάλεσε όλες τις κοπελιές του χωριού. Από φόβο πήγαν όλες, μα μια ξεχώριζε, η Σοφούλα. Η Σοφούλα ήταν όμορφη,
θαρραλέα και δυνατή. Κανείς δεν τολμούσε να την πειράξει, λόγω του χαρακτήρα
της μα κυρίως λόγω των αδερφών της, των Βέργηδων.
Τα θερία αυτά του Μοχού ήταν ο φόβος κι ο τρόμος των γενίτσαρων, τώρα όμως
λείπανε, τους καταδιώκανε οι Τούρκοι και αναγκάστηκαν να φύγουν. Ο Γιώργης και
ο Νικολής πήγαν στη Σμύρνη που ήταν ο αδερφός τους ο Ζαχάρης. Μετά από
περιπέτειες και φυλακίσεις ο μεν Νικολής έφτασε στην Ύδρα, ο δε Γιώργης στην
Πόλη, προστατευόμενος του Χουσεΐν Κουτσούκ Πασά που τον συμπαθούσε για την
ανδρεία του.
Η Σοφούλα λοιπόν σίγουρη πως ο Καραμπίνης δεν θα τολμούσε να πειράξει
καμιά κοπελιά όσο ήταν αυτή παρών, πήγε στον χορό μα ο Τούρκος την είχε βάλει
στο μάτι. Κάποια στιγμή ο Καραμπίνης σίμωσε κι είπε στη Σοφούλα σιγανά: «Σοφούλα έχω να σου δώσω πεσκέσια από τον
αδερφό σου τον Γιώργη, μα νήμενε να φύγουν όλοι γιατί ανε φτάσει στ’ αυτιά του
Πασά πως έχω συναλίκια με τους ασήδες τους αδερφούς σου θα μου πάρει την
κεφαλή». Η δύστυχη Σοφούλα τον πίστεψε και μόλις άδειασε το κονάκι άνοιξε
την κασέλα τάχα για να της δείξει τα πεσκέσια. Όπως λοιπόν ήταν σκυμμένη η
Σοφούλα τη στρίμωξε ο μπουρμάς για να την ατιμάσει μα η γενναία κοπέλα ήταν
χεροδύναμη και του ξέφυγε. Το μόνο που κατάφερε ο Τούρκος ήταν να τη φιλήσει
στο μάγουλο πριν η Σοφούλα τον σπρώξει και τον ρίξει στις σκάλες. Πατώντας
απάνω του έτρεξε να φύγει μα ο Καραμπίνης τράβηξε την πιστόλα και την
πυροβόλησε στην πλάτη. Από το απέναντι σπίτι ανελώθηκαν, βγήκαν έξω και είδαν
τη Σοφούλα να κείτεται στη στράτα. Πριν να ξεψυχίσει κατάφερε μόνο να ψελλίσει:
«Γρήγορα, πλύντε μου το μάγουλο με κρασί
γιατί πρόλαβε να με φιλήσει ο σκύλος μην πάω στον άλλο κόσμο μαγαρισμένη». Ο Καραμπίνης την άλλη
μέρα κιόλας έφυγε από το Μοχό και πήγε στο Μεγάλο Κάστρο φοβούμενος την
εκδίκηση των Βέργηδων.
Πράγματι έμαθαν το μαντάτο τα αδέρφια της και έτσι την ημέρα του
μνημόσυνου για τα χρόνια της Σοφούλας έφτασαν στο χωριό θλιμμένοι κι αμίλητοι.
Άνοιξαν το μνήμα, κατέβηκε ο Γιώργης με δάκρυα στα μάτια και βρήκε το βόλι που
ήταν ακόμη στο στήθος της αδερφής του. Έκανε το σταυρό του, φίλησε το κρανίο της
νεκρής κι έβαλε το βόλι στο σελάχι του. Ο Καραμπίνης εντωμεταξύ έμαθε για τους
Βέργηδες και έπεψε του Γιώργη μήνυμα: «Καρντάση
Γιώργη, πέψε μου το βόλι κι έλα να αγαπήσομε γιατί ότι έκαμα το έκαμα άθελά
μου». Ο Βέργας του απάντησε: «Έννοια
σου Καραμπίνη κι άμα παντήξομε θα στο γιαγείρω, μείνε ήσυχος δικό σου είναι το
βόλι». Φοβήθηκε ο μπουρμάς και φρόντισε να βγει διαταγή να πιάσουν τους
Βέργηδες. Τα δυο αδέρφια έκαναν πως έφυγαν από το χωριό μα είχαν το νου τους
και μια μέρα που ο Καραμπίνης πάνοπλος βγήκε με ένα γενίτσαρο, κάπου σε ένα
σημείο στο δρόμο για τα Μάλια, πετάχτηκε ο Γιώργης μπροστά τους. «Στάσου να σου δώσω οπίσω το μολύβι σου Καραμπίνη» φώναξε και τον πυροβόλησε μεσοκούτελα. Ο άλλος
γενίτσαρος τρέμοντας κοίταζε από τη μια τον νεκρό Καραμπίνη κι από την άλλη τον
Νικολή που τον σημάδευε. Γυρίζει τότε ο Γιώργης και του λέει: «Σάλευε στο δρόμο σου κι άμε να δηγάσαι πως
έτσα πλερώνονται όσοι τα βάνουν με τσοι Βέργηδες».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου