Η ΠΑΛΑΪΙΝΗ ΖΩΗ
Η ΠΑΛΑΪΙΝΗ
ΖΩΗ
Διαβάζω λαογραφικά βιβλία, γροικώ διηγήσεις γερόντων για την παλαϊινή ζωή
και με πιάνει μια ακατανίκητη νοσταλγία δίχως να τα έχω ζήσει όλα αυτά.
Προσπαθώ να φανταστώ πως θα ήταν η ζωή των ανθρώπων τότε και μια ζεστασιά με
πλημμυρίζει. Θωρώ μπροστά μου γυναίκες με φαρδιές πλεξούδες στα μαλλιά να
κάθονται σε ασβεστωμένα σοκάκια και να κουβεντιάζουν με το χαμόγελο να
ξεχειλίζει από τα ροδοκόκκινα μάγουλά τους. Θωρώ ένα 100χρονίτη γέρο να κάθεται
σε ένα πεζούλι και γύρω του ντελικανήδες να τον γροικούν με προσοχή, στρίβοντας
τα μουστάκια τους. Μυρίζω το ζεστό ψωμί σαν βγαίνει από τον ξυλόφουρνο και τον μόσχο από την φρεσκολουσμένη κόρη που
χτενίζεται στο παραθύρι.
Μοιάζουν τόσο μακρινά όλα αυτά σαν να συνέβησαν
πολλούς αιώνες πίσω, μα δεν έχουν περάσει ούτε πενήντα χρόνια. Η δική μας γενιά
έκανε τέτοια άλματα σαν να ταξίδεψε μπροστά στον χρόνο, όμως η προηγούμενη
γενιά αποτελούσε τον τελευταίο κρίκο μιας αλυσίδας που ξεκινούσε από τα αρχαία
χρόνια. Ζούνε ακόμα άνθρωποι που όργωναν τη γη με το ίδιο άροτρο που περιγράφει
ο Ησίοδος, γυναίκες που χρησιμοποιούσαν τον ίδιο αργαλειό με αυτόν που
περιγράφει ο Όμηρος. Τα σταφύλια τα
πατούσαν σε πέτρινα πατητήρια και έβαζαν το κρασί τους σε πιθάρια σαν αυτά που
βρέθηκαν στα Μινωικά ανάκτορα. Από τα ίδια πήλινα φρασκιά σαν τους αρχαίους
μελισσοκόμους τρυγούσαν το μέλι, τα ίδια εργαλεία χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί
όπως οι πρόγονοί τους στην εποχή του χαλκού. Όλα αυτά μισό αιώνα πίσω και
ξαφνικά έγιναν όλα μουσειακά εκθέματα, έγιναν λαογραφία και η φύση που ήταν για
αυτούς τους ανθρώπους η Μεγάλη Μητέρα,
τώρα μοιάζει σαν την γεροντοκόρη που μας έχει γίνει φόρτωμα, σαν την γριά που
την έχουμε παραπεταμένη και ξεχασμένη.
Η γενιά μας κέρδισε ανέσεις,
πλούτο, γνώσεις μα μαζί με αυτά άγχος, καχυποψία, πονηριά. Η παλαϊινή ζωή ήταν
γεμάτη φτώχεια, ανέχεια, δυσκολίες μα είχε και σεβασμό, αλληλεγγύη, αγάπη. Πώς
να τα βάλει κανείς όλα αυτά στη ζυγαριά; Αναρωτιέμαι όμως γιατί θυσιάσαμε τόσα
πολλά όμορφα και απλά πράγματα. Γιατί δεν γροικώ κανένα πια να τραγουδά στις
στράτες, γιατί φοβούμαι να χτυπήσω την πόρτα του γειτόνου να του ζητήσω ή να
του προσφέρω βοήθεια; Χαίρομαι που ζω στο σήμερα με όσα μου προσφέρουν οι
κατακτήσεις της ανθρωπότητας μα θα ήθελα να έχουμε κρατήσει όλα όσα κάνουν αυτή
τη ζήση λουλουδιασμένη, όλα αυτά που
κάνουν τη ψυχή μας να πεταρίζει. Τα αληθινά χαμόγελα, τα άδολα λόγια, τις
καθαρές, ντρέτες κουβέντες και τις καθάριες ματιές. Δεν χάνω όμως την πίστη
μου, γιατί το θεριό αυτό που το λέμε άνθρωπο, σε ό,τι
μονοπάτι κι αν βαδίσει, στο τέλος θα αναζητήσει και θα κλουθήσει τα χνάρια των
προγόνων του.
(Ευχαριστό τον Νίκο Νικολάου για την τόσο ταιριαστή με το κείμενο φωτογραφία του)
Είχα την τύχη και την χαρά να ζήσω και να κάνω Πολλά από αυτά που περιγράφεις στο χωριό και είμαι ευγνώμων για αυτές μου τις εμπειρίες.Συγχαρητήρια φίλε μου!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή