ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ Ο ΣΚΟΠΟΣ
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ Ο ΣΚΟΠΟΣ
Από
κοπέλια ήταν αχώριστοι οι πέντε φίλοι. Μερακλήδες όλοι, ξεσήκωναν συχνά το
χωριό πότε με τις καντάδες τους, πότε με τα πειράγματά τους. Ο ένας από αυτούς,
ο Μανούσος, έπαιζε λύρα, έτσι η παρέα δεν χρειαζόταν και πολύ για να στελειώσει
γλέντι. Άρχιζε ο Μανούσος τη λύρα και οι υπόλοιποι χόρευαν και τραγουδούσαν.
Μόλις άναβε το κέφι, άρχιζαν τα πειράγματα. Πείραζαν ο ένας τον άλλο, πότε για
τα κουσούρια τους, πότε για την αντριγιά τους, δεν ήταν λίγες οι φορές που
άρχιζαν τα καθαρογλωσσίδια μα στο τέλος πάντα πήγαιναν στα σπίτια τους
αγαπημένοι. Από τα πειράγματά τους δεν γλύτωνε κανείς. Πολλές φορές
καταχτυπούσαν τις πόρτες των χωριανών μέσα στην νύχτα και έφευγαν
χασκογελώντας, άλλες πάλι φορές κρύβονταν στα στενά σοκάκια του χωριού και
τρόμαζαν τους διαβάτες. Τους είχαν βγάλει και παρατσούκλι, δαιμονοπαρέα τους έλεγαν μα οι χωριανοί τους αγαπούσαν, διηγόταν
στα καφενεία τα κατορθώματά τους και γελούσαν.
Ο
νους κι ο λογισμός της παρέας ήταν στο γλέντι και στο πιοτό μα η μοίρα είχε
άλλα φαμένα στον αργαλειό της. Ένας από την παρέα, ο Γιώργης, έτσι στα ξαφνικά
πέθανε, τον πρόδωσε η καρδιά του. Η παρέα τον τίμησε και τον έκλαψε όπως έπρεπε.
Για σαράντα μέρες ούτε σμίγανε, ούτε γελούσανε, ούτε πειράζανε κανένα. Μια
Κυριακή μετά το μνημόσυνο του Γιώργη, αποφάσισαν να σμίξουν να πιουν ένα κρασί
στην μνήμη του φίλου τους. Κλείστηκαν στο καφενείο οι τέσσερις τους και
ξεκίνησαν να πίνουν. Στην αρχή κλαίγαν τον φίλο τους μα σιγά-σιγά τους ζάλισε
το κρασί κι άρχισαν τα γέλια. Ο Μανούσος έφερε την λύρα κι άρχισε να παίζει.
Ξεκίνησαν το τραγούδι και οι φωνές τους ακουγόταν από την πλατεία του χωριού. Η
δαιμονοπαρέα ξαναβρήκε τον παλιό, καλό της εαυτό.
Πίνανε
και χόρευαν ίσαμε που βράδιασε για τα καλά, τότε άρχισαν πάλι τα πειράγματα,
γελούσαν και κλαίγανε μαζί όποτε θυμόταν τον φίλο τους. Κάποια στιγμή απάνω στο
κέφι, γυρίζει ο Νικολής, το μεγαλύτερο πειραχτήρι στην παρέα και τους λέει: «Αντέστε
να πάμε να κάμομε καντάδα στσι ποθαμένους, πάμε να τραγουδήσομε του φίλου μας
μήπως προλάβουμε την ψυχή του και δεν έχει ανέβει ακόμη στη παράδεισο. Έτσα
μερακλής που ήτονε, άμα ακούσει τη λύρα μπορεί να σηκωθεί κιόλας». Οι
υπόλοιποι, εκτός από τον Μανούσο, φωνάξαν: «Πάμε! Πάμε!». Ο Μανούσος
ήταν λίγο φοβιτσιάρης και δεν ήθελε νυχτιάτικα να τρέχει στο νεκροταφείο, έτσι
είπε στο Νικολή: «Νικολή, δε πάει όμορφα να πάμε να τραγουδούμε στσι νεκρούς. Ανε το
μάθει ο παπά-Γιάννης θα μας αφορίσει». Ο Νικολής που κάτεχε το φόβο του
Μανούσου αποκρίθηκε: «Μανούσο, μόνο οι γυναίκες φοβούνται τσοι
νεκρούς, αν είσαι άντρας σήκω». Ο Μανούσος αφού είδε τους φίλους του να
σκάνε από τα γέλια, σηκώθηκε οργισμένος και λέει: «Πάμε, σηκωθείτε».
Έφτασε
η παρέα στο νεκροταφείο τραγουδώντας, ο Μανούσος πλησίασε τα μνήματα κι έτρεμε.
Κοίταξε γύρω-γύρω, φρουκάστηκε και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Φτάσαν στο
μνήμα του φίλου τους, άρχισαν να τραγουδούν και να χύνουν κρασί στο χώμα: «Εβίβα
Γιώργη, καλή αντάμωση», φώναζαν. Ο Μανούσος ζαλισμένος από το κρασί δεν
παρατήρησε το Νικολή που γλίστρησε στα κρυφά και κρύφτηκε πίσω από το μνήμα.
Πίσσα
σκοτίδι, μόνο το αχνό φως των καντηλιών τρεμόπαιζε. Ξεκίνησε να παίζει ο
Μανούσος τον αγαπημένο σκοπό του πεθαμένου φίλου τους. Στη μέση του τραγουδιού
λέει με δυνατή φωνή: «Σήκω Γιώργη να ακούσεις το σκοπό σου».
Ο Νικολής που ήταν χωσμένος πίσω από το μνήμα, βρήκε την ευκαιρία και με βραχνή
φωνή είπε: «Παίζε εσύ Μανούσο μα έρχομαι κι εγώ». Ο Μανούσος άκουσε την
φωνή που ερχόταν από το μνήμα, γούρλωσε τα μάτια του και του φάνηκε σαν μια
σκιά να σηκώνεται από τον τάφο. Από τον φόβο του, έσυρε δυνατή φωνή κι έπεσε
χάμω λιπόθυμος. Οι τρεις φίλοι βάλανε τα γέλια, μα γρήγορα σταμάτησαν γιατί
κατάλαβαν ότι ο Μανούσος δεν συνέρχονταν. Τον σήκωσαν στα χέρια τους και τον
πήγαν στο σπίτι του. Έτρεμε σύγκορμος, του μπήκε πυρετός και παραμιλούσε. Την
επόμενη μέρα συνήλθε μα δεν ξεπόρτιζε από το σπίτι γιατί ντρεπόταν τους χωριανούς που είχανε μάθει την ιστορία. Ο
Νικολής ένοιωθε άσχημα και προσπάθησε να μιλήσει στο Μανούσο μα αυτός δεν ήθελε
ούτε να τον δει, μόνο κάθε φορά που πήγαινε και του χτυπούσε την πόρτα του
φώνιαζε από μέσα: «σάλευγε από ‘παε».
Ένα
βράδυ που οι τρεις φίλοι έπιναν ήσυχοι ρακές, Ο Νικολής σηκώνεται και λέει: «Δεν το βαστώ να μη μασε μιλεί ο Μανούσος
πάμε να του ζητήξομε συγνώμη και να του κάνουμε καντάδα». Πήγαν λοιπόν κάτω
από το σπίτι του Μανούσου και άρχισαν να του φωνάζουν: «Βγες φίλε μας Μανούσο, συγνώμη σου ζητούμε, έλα κάτω να τραγουδήξομε».
Τίποτα ο Μανούσος. Οι φίλοι άρχισαν να τραγουδούν και πέρασαν αρκετές ώρες
χωρίς να βλέπουν φως να ανάβει στο σπίτι του φίλου τους. Πάνω όμως που άρχισαν
να απελπίζονται, ακούν από το σπίτι λύρα να παίζει κι ύστερα ένα παραθύρι να
ανοίγει. Ο Μανούσος πρόβαλε και οι φίλοι άρχισαν τα σφυρίγματα και τα
παλαμάκια. Εκείνη την βραδιά δεν άφησαν κανένα στο χωριό να κοιμηθεί κι από
τότε δεν ξαναχωρίσανε. Έτσα λογιώ είναι οι φίλοι οι μπιστικοί κατέχουν να
ζητούνε συγνώμη μα και να συγχωρούν.
(Ευχαριστώ τον Στέλιο
Τρουλλινό για τον σκίτσο του)
Πολύ ωραίο η καντάδα έφερε το ασφαλέστερο αποτέλεσμα !!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή