Ο ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Ο ΡΟΥΚΟΥΝΑΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Επόσασε τα οζά ο Μιχάλης και τα μόλαρε να βοσκήσουν. Τσούμαρος ήτονε,
ψηλός, ανοιχτοκούταλος κι αγριόθωρος σαν το θεριό. Ένα χρόνο τώρα έκανε το
φαμέγιο στα οζά του Αγά Αλήκου που είχε τη μάντρα του στον Μπρίκο, ένα ύψωμα
που βγόριζε η Πόμπια κι ο κάμπος της Μεσαράς. Ο κύρης του, ο Νικολής Καρούζος, δεν μπορούσε να τονε
κάμει ζάφτι. Είχε κι άλλα κοπέλια μα του τα ‘φαγε η πανόγλα, το μαύρο θανατικό,
μοναχά ο Μιχάλης του πόμεινε κι αυτός έμπλεκε όλο σε μπελάδες, ειδικά τους
Τούρκους, τους έβλεπε κι έβγανε αφρούς από το στόμα.
Κάθε αργά έπιανε ο Νικολής τον γιο του και την μια τονε μάλωνε, την άλλη τον συργούλευε: «παιδί μου, πρόσεχε τα αγαδάκια μην τους ξεσυνερίζεσαι, μην μας ανάψεις κιαμιά φωθιά και χαθούμε όλοι», μα ο Μιχάλης τον χαβά του, δεν άκουγε κανένα. Αφού λοιπόν είχε κάμει ο Μιχάλης πολλούς Τούρκους της περιοχής εχθρούς, ο κύρης του φοβήθηκε ότι θα χάσει το κοπέλι του και ζήτησε από τον Αλήκο να τονε πάρει φαμέγιο. Κανείς δεν θα τολμούσε να τον πειράξει αν τον έπαιρνε στη δούλεψή του. Ο Αγάς δέχτηκε αφού ήθελε παλικάρια να του βλέπουν τα οζά, μα και ο Μιχάλης δεν έφερε αντίρρηση για να ξεφορτωθεί τον κύρη του, κυρίως όμως γιατί είχε βάλει στο μάτι τα άρματα του Αλήκου που τα φορούσε όλο καμάρι και διάβαινε τη Μεσαρά.
Καθόταν λοιπόν ο Μιχάλης αξέγνοιος στη μάντρα όταν άκουσε ξαφνικά τουφεκιές από το χωριό του, την Πόμπια. Σηκώθηκε και ξάνοιξε προς τον κάμπο μήπως καταλάβει τι γινόταν. Όπως ξάνοιγε είδε τον Αλήκο που ανέβαινε αρματωμένος προς τη μάντρα και τα μηλίγγια του χτύπησαν δυνατά. Πριν τρεις μέρες ο αιμοβόρος αυτός Τούρκος είχε σκοτώσει ένα μπάρμπα του δοκιμάζοντας τις καινούργιες του πιστόλες, μάλιστα για να αφήσει την οικογένειά να θάψει τον νεκρό απαιτούσε να του δώσουν λεφτά γιατί ήτονε λέει καλός παιγνιώτης κι έπρεπε να πλερωθεί. Χτύπησε δυνατά τον πόδα του ο Μιχάλης στα χαράκια και σκέφτηκε: «Ορκίστηκα μωρέ κερατά να πάρω εκδίκηση για τον μπάρμπα μου κι εδά ήρθε η ώρα να το κάμω πράξη». Σίμωσε ο Αγάς κι έξαλλος δείχνοντας προς τον κάμπο που ακούγονταν οι τουφεκιές, είπε στον Μιχάλη: «Άκου μωρέ πάλι τσοι δικούς σου τσοι ταβλόπιστους ίντα κάνουν. Δεν είστε μπρε αθρώποι, οζά είστε, μόνο με ξύλο και μαχαίρι καταλαβαίνεται. Έννοια σου κι εδά που θα κατεβώ κάτω θα δούνε ποιος είναι ο Αλήκος». Ο Μιχάλης δεν μίλησε μόνο γυαλίσανε τα μάτια του κι εδαγκάθηκε οργισμένος. Ο Αλήκος αφρισμένος από το κακό του συνέχισε: «Άμε να μου φέρεις μια ολιά νερό γιατί γροικώ να ποθάνω από τη δίψα». Πήγε ο Μιχάλης, του ‘φερε νερό μα το μυαλό του ήταν θολωμένο από το μίσος. Κοίταξε τον αιμοβόρο Αγά που είχε σηκωμένο το κεφάλι του κι έπινε καρολιστό το νερό, σήκωσε τη θεόρατη χουρχούδα του και του ‘παιξε μια μεσοκαύκαλα. Ήταν τόσο δυνατό το χτύπημα που ο Αλήκος γονάτισε ζαλισμένος. Προσπάθησε να πιάσει την πιστόλα του μα ο Μιχάλης του κατέβασε άλλες δυο πιο δυνατές στην κεφαλή. Το μόνο που κατάφερε ο Αγάς να ψελλίσει ήταν: «σκύλε μ’ έφαες» και ξεψύχησε. Ο Μιχάλης του πήρε τα άρματα και σαν νύχτωσε πήγε στον Χουλογιάννη, τον καπετάνιο του χωριού και του είπε: «εσκότωσα τον Αλήκο και φεύγω».
Από τότε εγίνηκε χαΐνης ο Μιχάλης. Έπιασε τις πλαγιές του Ψηλορείτη,
έσμιξε με τα Βορριζανά θεριά, τον Ρωμάνο, τους Λεράτους κι άλλους. Κρυβόταν στη
Μονή Οδηγήτριας, των Απεζανών και ανήμενε τον ξεσηκωμό που δεν άργησε να έρθει.
Η μοίρα είχε γραμμένα γι’ αυτόν σπουδαία πράγματα και έμεινε στην ιστορία με το
παρανόμι του, Καπετάν Κόρακας, ο
ρούκουνας της Κρήτης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου