ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑΝΘΗ
ΑΓΓΕΛΟΣ
ΚΑΙ ΧΡΥΣΑΝΘΗ
Αγαπήθηκαν πολύ ο Άγγελος και η Χρυσάνθη,
έρωτας πιτήδειος και μεγάλος κι ας ήταν από διαφορετικούς κόσμους ο καθένας. Η
Χρυσάνθη γεννημένη σε ένα χωριό της Μεσαράς, μεγαλωμένη μέσα στη φύση, με την
ελευθερία και την ζωντάνια που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους της υπαίθρου κι από
την άλλη ο Άγγελος, ένας νεαρός γέννημα-θρέμμα της πόλης, μεγάλωσε παίζοντας
στις αλάνες και στους δρόμους του Ηρακλείου. Όσο περνούσε ο καιρός, ο έρωτας
τους φούντωνε σαν το δέντρο που οι ρίζες του βρίσκουν καλό χώμα κι ανάδοση. Όσοι τους έβλεπαν τους
θαύμαζαν, όπως θαυμάζεις δύο δροσερά ρόδα στο ανθογυάλι.
Οι
δυο νέοι ήταν αναθρεμμένοι με αρχές και βάδιζαν στη στράτα της τιμής και της
πρεπιάς, έτσι αφού πέρασε κάμποσος καιρός και είδαν πως οι ψυχές τους
σοφιλιάζανε, αποφάσισαν πως πρέπει να ζήσουν μαζί, να ανοίξουνε σπιτικό, να
κάνουνε και κανένα κοπέλι. Πήγε ο Άγγελος στο χωριό, τα μιλήσανε με το πατέρα
της Χρυσάνθης κι ορίσανε το γάμο τους. Οι γονείς της Χρυσάνθης ήταν νοικοκύρηδες
άνθρωποι και πιστοί στις παραδόσεις του τόπου τους, έτσι παρακάλεσαν τον Άγγελο ο γάμος τους να
γίνει σύμφωνα με τα έθιμα του χωριού. Ο Άγγελος δέχτηκε με χαρά, μα μέσα του
ένοιωσε λίγο ντροπή γιατί δεν είχε ιδέα τι θα πει παραδοσιακός γάμος.
Μια
εβδομάδα πριν το γάμο λοιπόν, το έθιμο πρόσταζε ότι ο γαμπρός, μαζί με τους
δικούς του, έπρεπε να πάει να πάρει τα προυκιά της νύφης από το πατρικό της.
Έτσι ένα Σάββατο μεσημέρι οι γονείς του Άγγελου και λίγοι συγγενείς ξεκίνησαν
για το μικρό χωριό της Μεσαράς, οι άντρες με τα κουστούμια και τις γραβάτες
τους και οι γυναίκες με τα ταγιέρ τους, κρατώντας γλυκά και πεσκέσια. Ο γαμπρός
κι αυτός με το κουστούμι του, τη γραβάτα του και με λουλούδια στο χέρι, πρωτομπήκε
στο σπίτι της νύφης. Μόλις πάτησε το πόδι του στο όμορφο νοικοκυρόσπιτο, τον
υποδέχτηκαν τα αδέρφια της Χρυσάνθης με τρεις μπαλοθιές στον αέρα. Στην πόρτα
του σπιτιού τον περίμενε η μάνα της νύφης κι ο πατέρας της, ντυμένος
παραδοσιακά, με κυλότα, στιβάνια και σαρίκι στο κεφάλι. Ο Άγγελος τους φίλησε
το χέρι και μπήκαν στο σπίτι που τους περίμενε ένα μεγάλο τραπέζι στρωμένο και
τα προυκιά της νύφης τριγύρω απλωμένα. Η Χρυσάνθη είχε τρεις αδερφές, δύο
αδερφούς και το σπίτι ήταν γεμάτο με νύφες, γαμπρούς και κοπέλια. Το τραπέζι
γέμισε φαγητά, κρασί κι από πολύ νωρίς οι γαμπροί και οι αδερφοί της νύφης
άρχισαν τα πειράγματα στο γαμπρό. Αφού φάγανε, ήρθαν όλοι στο κέφι κι άρχισαν
το τραγούδι και τις νυφικές μαντινάδες. Η μάνα του Άγγελου μα κι άλλοι
συγκινήθηκαν και δάκρυσαν. Το ζευγάρι κοιτάζονταν στα μάθια και χαμογελούσαν
γλυκά.
Το
κέφι άναψε και η μάνα της Χρυσάνθης φώναξε στις κόρες της να ξεστρώσουν το
τραπέζι γιατί ήρθε η ώρα για τις "κουλουμούντρες".
Οι γονείς κι οι συγγενείς του γαμπρού τα χάσανε, μα δεν είπαν τίποτα μόνο
κοίταζαν απορημένοι. Σε λίγα λεπτά το τραπέζι είχε φύγει από τη μέση και όλες
οι αδερφές κουβαλούσαν διαφορά προυκιά, κουβέρτες, πατανίες και τα έστρωσαν στη
μέση-μέση του σπιτιού. Τότε άρχισαν οι γαμπροί να περνάνε πάνω από τα προυκιά κάνοντας
τούμπες, ακολούθησαν κι άλλοι και τελευταίος ο Άγγελος. Η αρχική αμηχανία των
καλεσμένων μετατράπηκε σε γέλιο και κέφι, το έθιμο τηρήθηκε κατά γράμμα και οι γονείς
της Χρυσάνθης ήταν χαρούμενοι.
Οι γαμπροί και
τα αδέρφια της νύφης ξαφνικά άρπαξαν τον Άγγελο από το χέρι και γελώντας, τον
έβγαλαν έξω στην αυλή. Του εξήγησαν ότι τώρα έπρεπε να κλέψει κάτι από το σπίτι
της πεθεράς και ότι το έθιμο αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Τον κόκορα, τον κόκορα, φώναξαν
και τον οδήγησαν στο κοτέτσι. Ο Άγγελος δεν είχε δει ποτέ του κόκορα ζωντανό,
όχι να πιάσει κιόλας. Τον έβαλαν με το ζόρι μέσα στο κοτέτσι και άρχισε να
κυνηγάει μέσα στις λάσπες τον αγριεμένο κόκορα. Όλοι οι καλεσμένοι μαζεύτηκαν
και τον έβλεπαν να λερώνει το γυαλιστερό κουστούμι του προσπαθώντας να πιάσει
τον κόκορα κι όταν τα κατάφερε ξέσπασαν όλοι σε χειροκροτήματα και γέλια. Μα ήταν
πια η ώρα να φύγουν. Φόρτωσαν τα προυκιά στο αμάξι, η μάνα της Χρυσάνθης έδωσε
πρώτα μια εικόνα του Χριστού στον πατέρα του Άγγελου, μια άλλη εικόνα στην μάνα
του κι ύστερα από ένα πεσκέσι σε κάθε καλεσμένο. Στον Άγγελο έδωσε ένα σταμνί
με νερό και του είπε την εξής μαντινάδα:
«Ως τρέχει το κρύγιο νερό στο γυάλινο κουτούτο
έτσα να τρέξουν οι χαρές στο αντρόγυνο ετούτο»
Ξαναφίλησε τη χέρα τους ο Άγγελος, πήρε και
τον κόκορα δεμένο με ένα σκοινάκι και ευτυχισμένος τους αποχαιρέτησε όλους
λέγοντας: «με το καλό και την άλλη Κυριακή στα στεφανώματα μας».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου