ΑΗΘΩΜΙΑΝΟΣ ΧΑΪΝΗΣ

 


 ΑΗΘΩΜΙΑΝΟΣ ΧΑΪΝΗΣ


            Φωνές και γέλια ακούγονταν από το αρχοντικό κονάκι του Σελίμ Αγά Κονταξή, του μοναδικού Τούρκου στον Άγιο Θωμά, το μεγάλο αυτό χωριού του Μονοφατσίου. Μέσα στο δίπατο σπίτι με την τεράστια καμάρα, ο Σελίμ Αγάς τραπέζωνε πενήντα γενίτσαρους. Όλοι ήταν διαλεκτοί και αιμοβόροι, τους είχε στείλει ο Πασάς του Ηρακλείου για να πιάσουν ζωντανό ή νεκρό τον χαΐνη του χωριού, τον Δημήτρη Βαρούχα ή Λόγιο.

         Σαν νύχτωσε, όλοι στο κονάκι του Σελίμ Αγά κοιμόντουσαν βαριά. Παντού ακούγονταν ροχαλητά από τους γενίτσαρους που ήταν θεσμένοι στην λοτζέτα κι όπου αλλού υπήρχε χώρος. Στη στέγη του σπιτιού μια σκιά αλαφροπάτησε και σίμωσε στο πορτί της λοτζέτας. Ήταν ο Λόγιος. Στάθηκε για λίγο και του ήρθαν στο νου εικόνες που του έσκισαν τα στήθια. Είδε ομπρός του τον κύρη του, τον παπά-Γιάννη, μαχαιρωμένο από τους Τούρκους γιατί τόλμησε να ορθώσει το ανάστημά του σε μια εποχή που όλοι έσκυβαν το κεφάλι. Είδε τον εαυτό του, 10χρονο κοπέλι, να κλαίει και να δαγκάνει τα χείλια του. Είδε το μπάρμπα του τον Ιερόθεο, που ήταν Μοναχός στις Απεζανές, να τον τραβάει από το χέρι κι ύστερα να μπαίνουν νύχτα κρυφά σε ένα πλοίο για τη Βενεθιά, για να γλυτώσουν από τον διωγμό των Τούρκων. Εκεί θα έμενε για 20 χρόνια, θα δούλευε σε ένα φαρμακείο κι όταν θα γύριζε πια στο χωριό θα γινόταν ο μοναδικός πρακτικός γιατρός της περιοχής που θα φρόντιζε χριστιανούς και μουσουλμάνους. Γρήγορα θα γινόταν γνωστός ως δάσκαλος Δημητράκης ο λόγιος λόγω της μόρφωσής του μα και της θέσης του στην κοινωνία. Κι ενώ ζούσε μια ήρεμη και άνετη ζωή, η σφαγή του γαμπρού του από ένα γενίτσαρο του Αξεδιού θα γινόταν η αφορμή να ξαναφουντώσει η μισοσβησμένη φλόγα που του έκαιγε τα στήθια από τότε που σκοτώσανε τον κύρη του. Πάνω από τον τάφο του γαμπρού του ορκίστηκε εκδίκηση και πράγματι μετά από λίγο καιρό σκότωσε τον γενίτσαρο και του έκοψε το κεφάλι. Οι υπόλοιποι γενίτσαροι του Αξεδιού ντροπιασμένοι απαίτησαν από τον Πασά να συλλάβει τον Λόγιο κι έτσι αυτός έστειλε τους σκύλους τους, που κείτουνταν τώρα αξέγνιοι στο κονάκι του Σελίμ Αγά.

 

Δημήτριος Βαρούχας ή Λόγιος 



            Σκαλωμένος λοιπόν ο Λόγιος στη στέγη ήταν έτοιμος να βάλει σε εφαρμογή το παράτολμο σχέδιό του. Έβραζε το αίμα του και μια φωνή μέσα του μούγκριζε: «άντε γιε μου, όρμα». Έκανε το σταυρό του και σαν τον κάτη μπήκε στο σπίτι από το πορτί της λοτζέτας. Έβγαλε το μεγάλο, ασημωτό του μαχαίρι κι έσβησε το μοναδικό λύχνο που έφεγγε στο δωμάτιο. Στάθηκε πάνω από δυο γενίτσαρους που ήταν θεσμένοι πλάτη με πλάτη και κατέβασε με φόρα το μαχαίρι. Δεν πρόλαβαν να βγάλουν μιλιά, ξεψύχησαν σχεδόν αμέσως. Με γρήγορα βήματα έσφαξε άλλον ένα που πρόλαβε μόνο να πει: «Αλλάχ». Δύο όμως μπουρμάδες δίπλα του ξύπνησαν και φώναξαν: «Ο χεϊτάνης ο Λόγιος μασε σφάζει», μα την ίδια στιγμή έπεφταν νεκροί από το ματωμένο μαχαίρι του χαΐνη. Μέσα στο σπίτι επικράτησε πανικός. Οι γενίτσαροι ξύπνησαν και μες στο σκοτάδι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι γινόταν. Ο Λόγιος τώρα πηδούσε από τη μια μεριά της λοτζέτας στην άλλη και για να τους μπερδέψει φώναζε: «δωσ΄ του μπρε, δίπλα σου είναι». Οι Γενίτσαροι τρομοκρατημένοι άρπαξαν τα γιαταγάνια τους κι άρχισαν να χτυπούν ο ένας τον άλλον. Ο γοργοπόδαρος χαΐνης με δυο πηδήματα έφτασε στην πόρτα του σπιτιού κι αφού σκότωσε άλλο ένα Τούρκο που έστεκε εκεί, την άνοιξε και χάθηκε στο σκοτάδι σαν φανταξό. Δεκαπέντε γενίτσαροι ήταν νεκροί κι άλλοι τόσοι βαριά τραυματισμένοι. Κανείς δεν τολμούσε να βγει έξω στο σκοτάδι, τρέμανε ότι δεν θα άφηνε κανένα ζωντανό ο Λόγιος.

            Σαν ξημέρωσε, δειλά-δειλά ανέβηκαν στην ταράτσα για να δουν αν τους περίμενε ο χαΐνης. Αντίκρυ πάνω σε ένα γκρεμό έστεκε ο Λόγιος και τους φώναξε: «Ίντα μωρέ ξανοίγετε, εγώ είμαι ο Λόγιος κι αν έχετε αντριγιά ελάτε να με πιάσετε». Οι γενίτσαροι φοβισμένοι του φώναξαν: «Εμείς δεν φταίμε, μόνο άσε μας να φύγομε και θα πάμε στου Πασά να του πούμε να έρθει ο ίδιος να σε πιάσει». «Σασε δίδω το λόγο μου ότι δε θα σας πειράξω», είπε ο Λόγιος, και συνέχισε: «μόνο μην πειράξετε κιανένα χριστιανό στο δρόμο γιατί σασε κατέχω όλους και δε θα γλυτώσετε». Έτσι οι γενίτσαροι σακατεμένοι και ντροπιασμένοι πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Από τότε ο Λόγιος ξεκίνησε την χαΐνικη ζωή και σκότωσε πολλούς γενίτσαρους. Τον Καμέρ Αγά, τον Λίσταρδο, τον Μόμολο , τον Μελέκο κι άλλους. Έγινε θρύλος και απέδειξε ότι για όσους αποφασίζουν να μην σκύβουν το κεφάλι, κανείς εχθρός δεν είναι ανίκητος.

Σχόλια

  1. Μία ιστορία θάρρους και κρητικής λεβεντιάς.Μπράβο φίλε μου που τις γράφεις να μαθαίνουμε και εμείς για αυτούς που θυσιάστηκαν για την λευτεριά μάς!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ