ΤΟ ΧΟΥΙ ΤΟΥ ΚΟΝΤΟΚΩΣΤΑ

 

ΤΟ ΧΟΥΙ ΤΟΥ ΚΟΝΤΟΚΩΣΤΑ

Φτωχός μα πάντα χαμογελαστός και ορεξάτος ο Κοντόκωστας. Ποτέ του δεν ήταν πολύ δουλευτής μα μήτε και τεμπέλης. Ήταν μερακλής, γερός πότης και μεγάλο πειραχτήρι, μα το χούι του ήταν άλλο. Ότι ήθελε να πει το έλεγε με μαντινάδες. Ποτέ βέβαια δεν τις πολυσκεφτόταν, ότι του κατέβαινε στην κεφαλή το ξεφούρνιζε μα πάντα ήταν πετυχημένες. Παντρευτήκανε με το Κατινιώ, μια χωριανή του και κάμανε ένα θηλυκό κοπέλι που σαν ήρθε η ώρα το παντρέψανε με ένα ξενοχωριανό βοσκό.

Μεγάλη χαρά είχε ο Κωστής να πειράζει τους χωριανούς μα κι αυτοί τον τσιγκλούσανε συνέχεια. Ένα πρωί συνάντησε στο δρόμο την Ελένη, μια νταρντάνα, μεσοκαιρίτισσα χήρα και της είπε:

 

«Λενιώ τα μαύρα που φορείς κάτεχε πως σου πάνε

μα ‘χα καλλιά να στα ‘βγαζα να τα πετάξω χάμε».

 

Η Ελένη γέλασε και τον πείραξε για το ύψος του μιας και ήταν απόκοντος: «Ε, κακορίζικό Κωστάκι κι ίντα κοντό θα μου ‘κανες απου δεν με φτάνεις». Ο Κωστής στρίβοντας το μουστάκι του της απάντησε:

 

«Κλούθα μου ανε θέλεις ίδια εδά να πάμε στ’ ονταδάκι

κι αν δεν σε φτάνω όπως λες θα βάλω εγώ σκαμνάκι».

 



 

      Κάθε βράδυ που πήγαινε στο καφενείο όλοι θέλανε να κάτσουνε δίπλα του, να γελάσουν και να τον πειράξουν. Αυτός έπινε, τραγουδούσε κι όταν έβγαινε στο κέφι πάντα ξεκινούσε με την ίδια μαντινάδα:

«Δύσκολο είναι τσι χαρές απου ‘χω να βαστάξω

κι ας μη κατάφερα ποτέ παράδες ν’ αποτάξω».

 

Ένα βράδυ που γυρνούσε στο σπίτι μεθυσμένος έπεσε σε μια βάγκα και τον πήρε ο ύπνος. Ανησύχησε η γυναίκα του και πήρε την λάμπα να πάει να τον βρει. Όταν τον βρήκε και του φώναξε, ο Κωστής άνοιξε τα μάτια και είπε:

«Πρέπει πως ήρθε η ώρα μου τον κόσμο αυτό ν’ αφήσω

γιατί θωρώ έναν άγγελο που λέει να του κλουθήσω».

 

Γέλασε το Κατινιώ, της πέρασε ο θυμός και τον ανεβάσταξε μέχρι το σπίτι. Μια άλλη φορά καθόταν με τον φίλο του τον Λευτέρη, που ήταν κι αυτός καλός μαντιναδολόγος και πίνανε ρακές. Κάποια στιγμή ο Λευτέρης του πρότεινε να κάμουνε κόντρα στις μαντινάδες κι όποιος κερδίσει να πληρώσει τις ρακές. Άρχισαν λοιπόν τις αντικριστές και μαζεύτηκε γύρω τους όλο το καφενείο. Έλεγε ο ένας, απαντούσε ο άλλος ώσπου ο Λευτέρης ξέχασε μια μαντινάδα κι έβγαλε ένα χαρτί που είχε γραμμένες κάμποσες. Αμέσως ο Κωστής γελώντας του είπε:

 

«Στη τσέπη βάλε ανε θες οπίσω το τεφτέρι

και βγάλε ένα τάλιρο μα ήχασες Λευτέρη».

 

Ο Λευτέρης πλήρωσε τις ρακές και χτυπώντας τον στην πλάτη του φώναξε: «Γεια σου μωρέ Κωστάκι, χίλιους χρόνους να ζήσεις».

       Τα χρόνια πέρασαν, ο Κοντόκωστας γέρασε μα το χούι δεν το ‘ποξεχνούσε. Παντού και σε κάθε περίπτωση είχε και μια μαντινάδα να πει. Όλοι τώρα τον πείραζαν για τα γηρατειά του μα κι αυτός είχε πάντα έτοιμη την απάντηση. Μια παρέα νεαρών τον συνάντησαν μια μέρα και του φώναξαν: «Ε, μπάρμπα Κωστή πως πάνε τα γηραθειά, σαλεύει πράμα ή μπα». Ο Κωστής σήκωσε τη χέρα του όπως συνήθιζε και τους είπε:

«Σιμώσεται να σασε πω ο όφις που φωλεύει

και βάλετε τη χέρα σας να δείτε ανε σαλεύει».

 

       Κάποια στιγμή ο Κωστής αρρώστησε βαριά, κατάπεσε και μετά από λίγες εβδομάδες ξεψύχησε. Στην κηδεία πλήθος κόσμου μαζεύτηκε να τον αποχαιρετήσει. Όλοι τον κλαίγανε μα κάπου-κάπου άκουγες και κρυφά γέλια όταν οι χωριανοί θυμόταν κάποια ευτράπελη ιστορία του Κοντόκωστα. Τέσσερις λεβέντες σήκωσαν το φέρετρο, τα τέσσερα εγγόνια του και τον μετέφεραν στην τελευταία του κατοικία. Εκεί ο μεγάλος του έγγονας, ο Κωστής, έβγαλε ένα χαρτί και άρχισε να διαβάζει τις τελευταίες μαντινάδες του παππού του:

 

«Εδά που ο ήλιος τση ζωής με το σκοτάδι σμίγει

κι ο νους μου τα χρυσά φτερά κουράστηκε ν’ ανοίγει,

γυρεύω πλούτη αμέτρητα που τα ‘χα στερεμένα

μα τα πιθάρια της ψυχής τα βρίσκω αδειασμένα,

που ήταν γεμάτα με χαρές, όνειρα, αναμνήσεις,

γλέντια και τζιβαερικά πολύτιμα τση ζήσης,

με ζόρε τ’ ανεμάζωξα κι ήκαμα χίλιους κόπους

μα σκορποχέρης ήμουνε και τα ‘δωκα στσ’ ανθρώπους

κι αυτό που χρόνια το βαστώ σφιχτά και δεν το ‘φήνω,

ένα στερνό χαμόγελο και τούτο σας το δίνω».

 

(Ευχαριστώ τον Στέλιο Τρουλλινό για το γεμάτο ζωντάνια σκίτσο του)


 

 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ