Ο ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΣ «ΚΑΒΡΟΣ»

 

Ο ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΣ «ΚΑΒΡΟΣ»

Μες στο σκοτάδι και την πυκνή αφούρα ακούστηκε η καμπάνα της εκκλησίας. Ξημέρωνε Χριστούγεννα κι απ’ τα φτωχικά, πετρόχτιστα σπίτια άρχισαν να βγαίνουν οι χωριανοί για να πάνε στη λειτουργία.

-Άντεστε δα και χτύπησε η πρώτη καμπάνα, μην είμαστε πάλι οι τελευταίοι που θα μπούμε στην εκκλησία.

Φώναξε ο Γιώργης από την εξώπορτα του σπιτιού και η κόρη του έτρεξε κρατώντας από το χέρι τα δυο της μικρά αδερφάκια. Πίσω, η μάνα τους η Ελένη, με μια εικόνα της Παναγίας στην αγκαλιά κι ο παππούς ο Μανώλης με ένα μεγάλο σκλαβέρι στα χέρια. Το σκλαβέρι και την εικόνα θα τα άφηναν στην εκκλησία μέχρι την πρωτοχρονιά για να λειτουργηθούν. Έστριψε ο Γιώργης το παχύ του μουστάκι και καμάρωσε  τη φαμελιά του.

-Άντε μπαμπά και κάνει κρυγιότη.

Είπε τρέμοντας το πιο μικρό αγοράκι και κίνησαν όλοι για την εκκλησία.

           Αφού τελείωσε η λειτουργία γύρισαν πίσω και μπήκαν στο σπίτι κάνοντας τον σταυρό τους.  Τα τρία κοπέλια στάθηκαν πάνω από το τραπέζι της κουζίνας που ήταν σκεπασμένο με ένα λευκό σεντόνι. Κάτω από το σεντόνι ήταν απλωμένα όλα τα χριστουγεννιάτικα κουλούρια, τα χριστόψωμα, τα πατητά και οι καβροί. Τα είχε φτιάξει την προηγούμενη μέρα η Ελένη και είχε μοσχομυρίσει η γειτονιά.

Ο Χριστουγεννιάτικος «καβρός», φωτογραφία από το αρχείο της Μαρίας Καλεντάκη.

 

Τα κοπέλια νηστεύανε όλη τη μικρή σαρακοστή και τώρα που μεταλάβανε μπορούσανε να φάνε. Το Μαριώ ρώτησε με παράπονο τη μάνα του:

-Μαμά, να φάμε ένα καβρό απου πεινούμε πολύ;

-Άσε δα Μαρία τσοι καβρούς κι άντε ν’ ανάψεις την παραστιά γιατί πρέπει να σάξω τη βούργια του κυρού σου.

Το Μαριώ σώπασε και πήγε να φέρει ξύλα. Τα δυο αγόρια έμειναν ακίνητα να κοιτούν το σεντόνι, με την κοιλιά τους να γουργουρίζει.

            Τύλιξε η Ελένη στο λιοπάνι ένα κομμάτι τυρί και μια χούφτα ελιές, έφερε ένα παξιμάδι κρίθινο, τα έβαλε όλα μέσα στη βούργια κι άφησε τελευταία τη «μουσταρά», το κουλούρι που όπως ήθελε το έθιμο του χωριού, το έπαιρνε ο βοσκός κάθε τέτοια μέρα κι όταν έφτανε στη μάντρα, πριν το φάει, το σταύρωνε κι έλεγε δυο λόγια από το τροπάρι των Χριστουγέννων για να έχουν τα οζά ευλογία και γονιμότητα. Ξεκρέμασε ο Γιώργης τη βέργα του, έβαλε στους ώμους τη βούργια κι έφυγε βιαστικά, έπρεπε το μεσημέρι να γυρίσει πίσω για να φάνε όλοι μαζί.

              Η «μουσταρά», φωτογραφία από το αρχείο της Μαρίας Καλεντάκη.

 

-Μπαμπά, άμε σε παρακαλώ να μου κόψεις μια ολιά χοίρο να ψήσομε.

Είπε η Ελένη κι ο παππούς πήρε το σφαγομάχαιρο και σίμωσε στο χοίρο που κρέμονταν σε ένα δοκάρι του σπιτιού. Όλες οι οικογένειες είχαν από ένα χοίρο και την παραμονή των Χριστουγέννων που τους έσφαζαν άκουγες παντού στο χωριό τις μουγκρές τους. Έκοψε ο παππούς ένα κομμάτι κρέας, το έδωσε στην Ελένη κι αυτή έστεσε το τσικάλι για το καθιερωμένο φαγητό της ημέρας των  Χριστουγέννων, χοιρινό με ξυνόχοντρο.

            Η ώρα περνούσε και τα δυο αγόρια κόντευαν να λιγοθούν από την πείνα. Το πιο μικιό, το Μανωλιό, κοίταζε τη μάνα του που πηγαινοερχόταν μέσα στο σπίτι χωρίς να τους δίνει κάτι να φάνε κι απελπισμένος άρχισε να φωνάζει κλαίγοντας:

-Μαμά, εγώ σου λέω πως πεινώ κι εσύ πράμα. Σε μια ολιά θα ‘ρθούνε τα  κοπέλια του χωριού, θα τοσε δώσεις όλους τους καβρούς κι ύστερα ίντα θα φάω εγώ;

Η Ελένη άκουσε τις φωνές και τα κλάματα των κοπελιών, πλησίασε και χαμογελώντας τα χάιδεψε:

-Σώπα δα Μανωλιό μου, έχεις δίκιο, εξεχάστηκα με τσι δουλειές. Θα σασε δώσω, μα μόνο από ένα του καθενούς, για να έχομε να δώσομε στα κοπέλια που θα ‘ρθουν να μασε χτυπούν την πόρτα. Αυτό είναι τάξε το Χριστουγεννιάτικό τους δώρο και το περιμένουν πως και πως. Έλα και εσύ Λενιώ μου να πάρεις ένα.

            Πέρασε η ώρα, ήρθε ο Γιώργης από τα οζά, οι καβροί είχαν όλοι δοθεί στα κοπέλια του χωριού και το μοσχομύριστο φαγητό ήταν έτοιμο. Έστρωσαν το τραπέζι, έκατσαν όλοι κι ο παππούς πήρε το μεγάλο χριστόψωμο. Άρχισε να λέει δυνατά το τροπάριο των Χριστουγέννων: « Η Γέννησίς σου, Χριστέ ο Θεός ημών....». Όταν τελείωσε σταύρωσε το ψωμί με το μαχαίρι και το μοίρασε στην οικογένεια. Έβαλαν στα πιάτα τους φαγητό και στα ποτήρια τους οι μεγάλοι κρασί. Ο Γιώργης κοίταξε την φαμελιά του, σήκωσε το ποτήρι του και με βροντερή φωνή είπε:

-Χρόνια μας πολλά, ο Θιος να μασε δίδει την υγειά μας και πράμα άλλο.

-Χρόνια μας πολλά και του χρόνου.

Φώναξαν όλοι κι έπεσαν με τα μούτρα στο ευωδιαστό φαγητό.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ