ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΟΥ ΛΥΡΑΡΗ ΜΕΡΟΣ Α΄
ΤΟ ΧΡΕΟΣ
ΤΟΥ ΛΥΡΑΡΗ
ΜΕΡΟΣ Α΄
Ο παλαιότατος θρύλος του λυράρη στο
σταυροδρόμι αποτέλεσε την έμπνευση για τον παρακάτω δεκαπεντασύλλαβο. Θα
ολοκληρωθεί σε δύο μέρη.
Σε μονοπάτι απόμερο, από το θιό χωσμένο
ένα κοπέλι αμούστακο προπάθιε φοβισμένο.
Κράθιε γερά στη χέρα του μια λύρα με δοξάρι
κι εφώτιζε τα ζάλα του τ’ ολόγιομο φεγγάρι.
Σ’ ένα δισταύρι έφταξε κι απ’ την φαμένη ζώνη,
μαχαίρι μαυρομάνικο αλόγιαστα χουφτώνει,
στο χώμα κύκλο εχάραξε, εστάθηκε στην μέση
και πολεμούσε την καρδιά στο μπέτη του να στέσει,
που ‘παιζε χτύπους και γοργό θα-ν- ήτονε σπασμένη
σαν το λαΐνι που ‘πεσε ‘πο χέρα μαργωμένη.
Ο φόβος τον εκύκλωσε, του κόρμιασε τα μέλη
μα δε τον ελογάριασε γιατί ‘τονε κοπέλι ,
μόνο εβροντοφώναξε στο πείσμα του απάνω:
«αυτό απού ‘βαλα στο νου απόψε θα το κάνω».
***
Στο Ρέθυμνο ανεθράφηκε , στην πόλη των γραμμάτων
που μερακλήδες ήβγαλε και άντρες των αρμάτων,
στην πόλη απού εσμίξανε ανατολή και δύση
έκεια που τση παράδοσης αστέρευτη ‘ναι η βρύση.
Απ’ όταν εγεννήθηκε, ετρούλωνε τ’ αυτιά του
σα γροίκα λύρας κοντυλιές κι εχτύπα τα μεριά του.
Χαμογελούσε κι ήτρεχαν δάκρυα στο πρόσωπό του
κι ο κύρης του εκαμάρωνε ως θώριε τον υγιό του.
Απείτης εποβύζαξε τση μάνας του το γάλα,
εστάθηκε στα πόδια του και ντάκαρε τα ζάλα,
στα χοροστάσα σίμωνε ομπρός εις το λυράρη,
εθώριε τα δαχτύλια του, ξάνοιγε το δοξάρι,
κι αμίλητος ζερβά-δεξά κούνιε τη κεφαλή του,
οσάν τ’ αμέρωτο πουλί φτερούγιζε η ψυχή του.
Όσο επέρνα ο καιρός είχενε μες στο νου του
μόνο τη λύρα και σαφί ήλεγε του κυρού του:
«Σαν μεγαλώσω θα γενώ ο πια καλός λυράρης
μόνο να πας ογλήγορα μια λύρα να μου πάρεις».
Ένα πρωί σηκώθηκε αγουροξυπνημένος
κι ως ήτριβε τα μάθια του ονειροζαλισμένος,
είδε μια λύρα όμορφη στο τοίχο κρεμασμένη
που ο κύρης του την είχενε με κόπο αγορασμένη.
Την ήπηρε στα χέρια του με προσοχή μεγάλη
κι απ’ τη χαρά του εκόντευγε στο κλάημα να τον βγάλει.
Εθάριε πως τα πόδια του χάμε δεν επατούσαν
κι είδε ομπρός στα μάθια του αγγέλους και πετούσαν.
Εβγήκε όξω και σφιχτά την λύρα εβαστούσε
τραγούδιε και σαν το μικιό αγρίμι ατζοπηδούσε.
Κείνη την μέρα ήτονε απού εξαναγεννήθη
κείνη τη μέρα ήτονε που η μοίρα του εκρίθη.
Εντάκαρε σιγά-σιγά τη λύρα να κουρντίζει
και το δοξάρι ήμαθε καλά να κουλαντρίζει.
Εγροίκα τση λυράρηδες με προσοχή μεγάλη
και πολεμούσε τσοι σκοπούς στη λύρα του να βγάλει.
***
Στη γειτονιά του ήτονε μια γρα γεροντοκόρη
που απ’ όταν εγεννήθηκε σαφί τα μαύρα εφόρει.
Κιανένας δεν την ήθελε, μάγισσα την φωνιάζαν
κι έλεγαν πως τα μάθια τζη φωθιές τη νύχτα εβγάζαν.
Μια μέρα εσίμωσε η γριά εις στο μικιό λυράρη
χωστά –χωστά οι γονέοι του μην πάρουνε χαμπάρι
και του πε: « γιε μου ανε θες, ως το ‘βαλε ο νου σου
ο πια σπουδαίος να γενείς λυράρης του καιρού σου,
όντε θα-ν- έχει ο ουρανός ολόγιομο φεγγάρι,
νήμενε τσοι γονέους σου ο ύπνος να τσοι πάρει,
βρες ένα μαυρομάνικο μαχαίρι ματωμένο,
πάρε και το λυράκι σου το κακοκουρντισμένο,
μέσα στη νύχτα ογλήγορα κι ήσυχα να σαλέψεις,
απόμερο και σκοτεινό δισταύρι να γυρέψεις,
έκεια που οι στράτες σμίγουνε να σκύψεις όντε φτάξεις,
κύκλο με το μαχαίρι σου μεγάλο να χαράξεις,
στη μέση-μέση να σταθείς, τη λύρα να ντακάρεις
κι ότι κι αν ‘κούσεις ή ανε δεις να μη τηνε μολάρεις,
έκεια να παίζεις κοντυλιές κι η νύχτα πριν μισέψει
θα ‘ρθει ομπρός σου ο σατανάς, τη λύρα θα ζηλέψει,
μα εσύ στο κύκλο να σταθείς, καθόλου μην πορίσεις
κι αυτός θα κάμει γιόκα μου ότι κι αν του ζητήσεις».
Έτσα λοιπόν εβρέθηκε μια νύχτα με φεγγάρι
εις στο δισταύρι και κιανείς δεν ήπηρε χαμπάρι.
Ήβγαλε αναστεναγμό, χάμε στη γη καθίζει
κι ήρχιξε το λυράκι του να σιγανοκουρντίζει.
Απείς του κοντοφάνηκε πως ήταν κουρντισμένο
πάθιε τσι κόρδες κι ήπαιζε ότι ‘χε μαθημένο.
Ώρα πολύ επέρασε, τα χέρια του επονούσαν
η νύστα τον επλάκωσε, τα μάθια του καμνούσαν,
‘ποκαμωμένος ‘κούμπισε στση λύρας το γυρίδι
και σιγανά τον τύλιξε του ύπνου το σκοτίδι.
Μα ξάφνου ετινάχτηκε και το λυράκι αρχίζει
γιατί ΄κουσε ανθρώπινο ζάλο να τσαχαλίζει
κι είδε ομπρός του ένα βοσκό ψηλό, γεροδεμένο
απού φορούσε ένα γαμπά με τη ρασά φαμένο.
Είχε μια βέργα θεόρατη στη χέρα του σφιγμένη
κι απάνω ήταν σκαλιστοί όφιδες στρουφισμένοι.
Οσάν τ’ αμέστωτο δεντρί που το φυσούν οι ανέμοι
κι από τη ρίζα ως τη κορφή τινάζεται και τρέμει,
έτσα μεγάλο τρέμουλο ήπιασε τον λυράρη
κι από το φόβο ήθελε τη λύρα να μολάρει,
μα η κουβέντα τση γριάς στο νου του ανεγυρίζει
και το σκοπό απού ‘παιζε με πείσμα συνεχίζει.
Γροικά τη λύρα ο βοσκός και πια κοντά σιμώνει,
χτυπά στη γη τη βέργα του, τη κεφαλή σηκώνει,
και λέει του: «κατάχαμα γιάντα ‘σαι καθισμένο,
ξεστράτισες γή μοναχό σ’ έχουνε αφημένο;
Για δώσε μου τη χέρα σου ‘πο χάμε να σε σύρω
κι οπίσω στσοι γονέους σου άιντε να σε γιαγείρω».
Γροικά ο λυράρης κι ήπαιξε αδυνατά η καρδιά του
μα δεν εμίλιε, μοναχά σήκωσε την μαθιά του,
θωρεί τη χέρα του βοσκού ομπρός του απλωμένη
που ήτονε ολομάτωτη και χιλιοροζασμένη
μα ανέγνοιος το δοξάρι του στσι κόρδες εχτυπούσε
γιατί ‘βλεπε πως ο βοσκός τον κύκλο δεν πατούσε.
Ως είδε ο τρανός βοσκός έτσα μικιό λυράρη
να μην φρουκάται κι άφοβος να παίζει το δοξάρι,
από τη λύσσα του αφρούς ήβγαλε απ’ το στόμα
και το βαρύ στιβάνι του εβρόντηξε στο χώμα.
Γύρω απ΄ τον κύκλο ήτρεχε, φώνιαζε, βλαστημούσε
χάμε στη γη την βέργα του μ’ όργητα εχτυπούσε,
μα ο μικιός ατάραχος ήπαιζε με τη λύρα,
κι όσο εμπόριε δυνατά με το σκοπό εσφύρα.
Οσάν το λύκο που οζά οληνυχτίς ζυγώνει
και σε μιτάτο απόμερο σιγά-σιγά σιμώνει,
μα ως κι αν στρουφίζει κι αν πηδά, κι αν πολεμά, δεν μπαίνει
γιατί ‘ναι η μάντρα γυριστή, ψηλή, καλοσασμένη
κι αφού αφοράται νηστικός πως θα πομείνει πάλι
σέρνει μουγκρά του φεγγαριού με μάνιτα μεγάλη,
έτσα εμούγκρισε ο βοσκός και τα δεντρά εσειστήκαν
κι όλα τα έχνη που ‘τονε θεσμένα ‘νελωθήκαν.
Μα ξαφνικά τα μάθια του σήκωσε στο φεγγάρι
κι απόκειας με βραχνή φωνή λέει εις στο λυράρη:
«Μικιό κοπέλι μα καλά σ’ έχουν δασκαλεμένο
και παίζεις την κακόλυρα στον κύκλο καθισμένο,
μόνο για πες μου ίντα ζητάς κι ιντά ‘βαλε ο νου σου
κι ανε λογιάζεις τι φωθιά θ’ ανάψεις του κορμιού σου».
Τη λύρα αφήνει ο μικιός, τη κεφαλή σηκώνει,
σέρνει το μαυρομάνικο μαχαίρι απ’ τη ζώνη,
και λέει του: «μήδε άθρωπο, μήτε θεό φοβούμαι,
μήτε κι εσένα που άγριο θεριό ‘σαι ως λογούμαι,
από τον κύκλο κάτεχε όξω δε θα πορίσω
αν δε μου κάνεις γλήγορα ότι θα σου ζητήσω.
Μάθε πως θέλω να γενώ ο πιο καλός λυράρης
μόνο να πεις για πλερωμή ίντα ζητάς να πάρεις».
Τέλος Α΄
μέρους (συνεχίζεται)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου