ΑΧ ΠΟΛΗ ΜΟΥ ΠΟΥ ΗΣΟΥΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΣΤΟ ΑΝΘΟΓΙΑΛΙ
ΑΧ ΠΟΛΗ ΜΟΥ ΠΟΥ ΗΣΟΥΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΣΤΟ ΑΝΘΟΓΙΑΛΙ
Μεσοκαιρίτης είμαι μα σαν ανεστορούμαι τα
κοπελάτα μου, νοιώθω σαν τον 100χρονίτη γέρο που θωρεί τον κόσμο γύρω του
αλλαγμένο και βγάνει βαθύ αναστεναγμό. Γυρίζω σαν τον χαμένο στον τόπο που
αναθράφηκα, στο Ηράκλειο και πράμα
δεν μου θυμίζει εκείνη την πόλη που μοσχοβολούσε κι άστραφτε σαν τη φρεσκολουσμένη κόρη που βγαίνει στο
παραθύρι και χτενίζεται. Σκαλίζω λοιπόν τον άθο στο σβησμένο μαγκάλι του νου
μου και βρίσκω μικρές σπίθες. Τις φυσώ για ν’ ανάψει η φωτιά της θύμησης κι
αυτές ζωντανεύουν και φωτίζουν το σκοτάδι της λήθης. Πριν όμως έρθουν στο νου
μου εικόνες και πρόσωπα, με κυκλώνουν μυρωδιές και νοιώθω στο στόμα μου τη
γεύση της πρώτης μου νιότης. Η
μυρωδιά της μάνας μου σαν έγερνε και μου γλυκομιλούσε στ’ αυτί. Η μυρωδιά της
ανθισμένης πορτοκαλιάς στην αυλή μας, του βουτύρου και της ζύμης από τα
φρεσκοψημένα κουλουράκια. Κάθε μυρωδιά και μια θύμηση, μια εικόνα.
Στις αρχές της δεκαετίας του `80 το Ηράκλειο, κυρίως έξω από τα τείχη,
θύμιζε γειτονιά κάποιου χωριού. Δέντρα παντού, αυλές με πολύχρωμα, ευωδιαστά
λουλούδια κι άνθρωποι χαμογελαστοί να βεγγερίζουν τ’ απόβραδα του καλοκαιριού. Οι δρόμοι σχεδόν
άδειοι από αυτοκίνητα. Παντού θωρούσες κοπέλια να παίζουν, σε στενά, σε αλάνες
και σε πάρκα. Όλη η παιδική μου ηλικία ήταν ένα παιχνίδι, ο νους κι ο λογισμός
μου ήταν στους φίλους, στην μπάλα και στις διαολιές. Μου άρεσε η πόλη μου,
ήθελα καθημερνώς να την περπατώ, να τη θωρώ και δεν ήταν λίγες οι φορές που
έτρωγα ξύλο από τσοι γονέους μου γιατί ξεχνιόμουνα και γιάγερνα στο σπίτι
βραδιασμένα. Θυμούμαι στις βόλτες μου να συναντώ φτωχικές καλύβες δίπλα σε καινούργια, διώροφα κτήρια, χωράφια με κηπικά κι
αμπέλια, κοτέτσια με φωνακλάδες κοκόρους και μικρά ρέματα γεμάτα καλαμιές.
Μεγάλη χαρά είχα όταν πηγαίναμε οικογενειακώς σε κάποιο από τα λεγόμενα
εξοχικά κέντρα της εποχής, όπως «οι Αμυγδαλιές» και «τα Κανάρια». Είχαν μεγάλες
αυλές γεμάτες λουλούδια και δέντρα, παιδική χαρά για τα κοπέλια και τραπέζια
στρωμένα με χάρτινα τραπεζομάντηλα. Μου άρεσε επίσης όταν
κατεβαίναμε στο κέντρο του Ηρακλείου, εκεί στην πλατεία ελευθερίας με τα μεγάλα
δέντρα, με τους πλανόδιους φωτογράφους να έχουν στημένες τις μηχανές τους και
με δεκάδες ζευγάρια να περπατούν αγκαλιασμένα.
Μα η μεγαλύτερή μου χαρά ήταν όταν πήγαινα στον θερινό σινεμά, στον «Γαλαξία» και στο
«Ρομάντικα». Εκεί χτυπούσε δυνατά η καρδιά μου. Ανάμεσα στη μυρωδιά του
νυχτολούλουδου και του γιασεμιού, μέσα στο σκοτάδι, έβλεπα στη μεγάλη οθόνη τις
ταινίες της εποχής κι έφευγα πάντα με ένα πλατύ χαμόγελο.
Γυρίζει όμως πάλι ο νους μου στο σήμερα και
σκέφτομαι ότι δεν μπορεί όλα να αλλάξανε, κάτι θα έχει μείνει ακόμα ζωντανό.
Φεύγω λοιπόν ένα απομεσήμερο του Σεπτέμβρη και παίρνω τις στράτες που βάδιζα
σαν κοπέλι. Γυρεύω δέντρα, γυρεύω λουλουδιασμένες αυλές μα θωρώ μόνο τσιμέντο
και άψυχα κτήρια. Παίρνω βαθιά ανάσα μα καμιά μυρωδιά δεν αναγνωρίζω. Γυρεύω να
δω κοπέλια να παίζουν στα πάρκα και στις πλατείες μα δεν υπάρχει ούτε ένα, σαν
να μην γεννούν μπλιο κοπέλια οι μανάδες. Φρουκούμαι ν’ ακούσω τη φωνή της πόλης
που αγάπησα, την ζωντανή, την καθάρια
βοή της, μα το μόνο που ακούω είναι ήχοι μηχανών και φωνές αγριεμένων θεριών.
Παίρνω τον δρόμο της επιστροφής λυπημένος κι αποφασισμένος πως η πόλη που
γνώρισα μικιός έχει πια χαθεί. Την ίδια στιγμή όμως μύρισε παντού βασιλικός και
δυόσμος όταν ένας γεράκος σε μια μονοκατοικία πότιζε τις γλάστρες του
σφυρίζοντας. Απέναντι θωρώ στην πυλωτή μιας πολυκατοικίας δυο κοπέλια να
παίζουν μπάλα φωνάζοντας, δίπλα τους τρεις γυναίκες κάθονταν σε ένα πεζούλι και
κουβέντιαζαν γελώντας. Στάθηκα εκεί για αρκετή ώρα και λίγο πριν φύγω σκέφτηκα:
« Τελικά είναι ζωντανή η πόλη μου, κι όσο
ακούγονται χαρούμενες παιδικές φωνές, όσο
βεγγερίζουμε στο πεζούλι της ανθρωπιάς,
όσο βάνουμε λάδι στο μισοσβησμένο καντήλι της αγάπης, τόσο θα αναγεννάται , θα
ομορφαίνει και θα μοσχομυρίζει τούτο το λουλούδι στο ανθογιάλι του νότου».
(Ευχαριστώ τον Νίκο Νικολάου για την
νοσταλγική του φωτογραφία)
Αχ φίλε μάς γυρίζεις σε άλλες εποχές πού είχα την τύχη να τα ζήσω όλα αυτά που περιγράφεις
ΑπάντησηΔιαγραφή.Εποχές με λιγότερα υλικά αγαθά ,Αλλά με ξεγνοιασιά και απλότητα.