ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ...
ΚΟΚΚΙΝΗ ΚΛΩΣΤΗ ΔΕΜΕΝΗ...
-Γιαγιά, γιαγιά, ιντά ‘ναι έτονα που
γροικάται από τη σκεπή;
Ρώτησε το Αννιώ και χώθηκε στην αγκαλιά της γιαγιάς του, της Ερηνούλας,
που ήταν ξαπλωμένη δίπλα της. Από την άλλη μεριά του παλιού, σιδερένιου
κρεβατιού η αδερφή της η Ελένη άκουσε κι αυτή τον θόρυβο και κουκουλώθηκε με τη
βαριά κουβέρτα. Η Ερηνούλα χαμογέλασε, έπιασε τα παγωμένα από τον φόβο χεράκια
των κοριτσιών και τους γλυκομίλησε:
-Μη φοβάστε θυγατέρες μου, όλοι οι καλοί
ανθρώποι έχουν στη στέγη του σπιτιού τους ένα όφι που τους φυλάει. Έτσα κι
εμείς που αγαπούμε το θεό και τσ’ ανθρώπους, έχουμε ένα καλό όφι που διώχνει τα
φανταξά και τσοι δαιμόνους όντε
θέλουνε να μπούνε τη νύχτα στο σπίτι.
Σήκωσαν τα κεφαλάκια τους και φρουκάστηκαν τα δυο κορίτσια, μα ξανάκουσαν
χαρχαλητό στη στέγη και χώθηκαν στην αγκαλιά της γιαγιάς τους φωνάζοντας. Η
Ερηνούλα χαμογελώντας τους ψιθύρισε:
-Σωπάστε δα μην τονε τρομάξομε να φύγει κι
ύστερα ποιός θα μασε διώχνει τα φανταξά. Σωπάστε να σασε πω ένα παραμύθι απου
μου το ‘λεγε κι εμένα η γιαγιά μου, για μια γενναία βασιλοπούλα.
Η Ελένη με τα ξανθιά μαλλιά και τα ροδοκόκκινα μάγουλα σήκωσε το κεφαλάκι
της να ακούσει καλύτερα, το ίδιο έκανε και το Αννιώ με τα μαύρα μαλλιά και τα
πράσινα μάτια. Τα κορίτσια κάθε μέρα περίμεναν πως και πως την ώρα που θα
ξάπλωναν με τη γιαγιά τους κι εκεί κάτω από το λιγοστό φως του λύχνου θα άρχιζε
να τους λέει παραμύθια. Αφού λοιπόν
σώπασαν τα δυο αγγελούδια, ξεκίνησε η Ερηνούλα.
-Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη
δώσ’ τση κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν’ αρχινήξει. Μια φορά λοιπόν κι ένα καιρό
σ’ ένα τόπο μακρινό ζούσε μια βασιλοπούλα όμορφη σαν νεράιδα. Τα μαλλιά της
ήταν ολόχρυσα σαν τα δικά σου Ελένη
μου και τα μάτια της καταπράσινα σαν
τα δικά σου Αννιώ μου. Το βασίλειο αυτό ήτονε μεγάλο και πλούσιο. Είχε ελιές,
αμπέλια, σπαρτά, είχε δάση με θεόρατα δεντρά και βουνά γεμάτα με οζά κι
αγρίμια. Σε ένα βουνό, βαθιά μέσα σε μια σπηλιά ζούσε ένας δράκος μεγάλος και
κακός.
Τα δυο κορίτσια είχαν γουρλώσει τα μάτια τους κι άκουγαν με προσοχή τη
γιαγιά τους. Συνέχισε την ιστορία η Ερηνούλα και το άδολο μυαλό των κοριτσιών
γέμισε με εικόνες από κάστρα, ιππότες και χρυσές άμαξες. Περπάτησαν πλάι-πλάι
με την βασιλοπούλα, είδαν μπροστά τους τον δράκο με τα κόκκινα μάτια και
χάρηκαν όταν στο τέλος η γενναία βασιλοπούλα έσωσε το λαό της από τον κακό
δράκο. Η γιαγιά τελείωσε το παραμύθι όπως πάντα λέγοντας:
-...και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Η Ελένη και το Αννιώ ενθουσιασμένες με μια φωνή είπαν:
-Γιαγιά, να μας τηνε ξαναπείς κι αύριο την ιστορία με
τον δράκο, ήταν ωραία.
-Θα σας τηνε ξαναπώ, μόνο κλείστε δα τα μάτια σας και
σωπάστε ν’ ακούσομε τση μύγιας το φτερό.
Σώπασαν κι έκλεισαν τα ματάκια τους τα κορίτσια και σε λίγα λεπτά τα πήρε
ο ύπνος. Η Ερηνούλα τα κοίταξε κι αναστέναξε βαθιά. Τους χάιδεψε τα μαλλιά, τα
σταύρωσε και τα σκέπασε καλά. Ένοιωθε τόση ευτυχία που δάκρυα χαράς έτρεξαν στα
μάγουλά της.
-Άχι θε μου, χαλάλι όλα τα βάσανα απου ‘χω περασμένα και δε με νοιάζει να περάσω
κι άλλα τόσα, μόνο να θωρώ ετούτα τα αγγελούδια μέχρι να ποθάνω και να γροικώ
να μου λένε, γιαγιάκα μου σ’ αγαπώ.
Έκλεισε τα μάτια της η Ερηνούλα και κοιμήθηκε ανάμεσα στις εγγονές της.
Σαν βγήκε ο ήλιος και τα πουλιά της αυγής άρχισαν να κελαηδούν, η Ερηνούλα
άνοιξε τα μάτια της. Κοίταξε τις εγγονές της, σηκώθηκε σιγά-σιγά, έκανε το
σταυρό της κι είπε:
-Άντε Ερηνούλα, καινούργια μέρα, καινούργιες λήτες, μα
δόξα το θεό.
Ξανάκανε το σταυρό της, κοίταξε τα κορίτσια και πλησιάζοντάς τα ψιθύρισε
για να τα ξυπνήσει:
-Κόκκινη
κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου