ΤΟ ΑΝΤΡΟΥΛΙΟ
ΤΟ ΑΝΤΡΟΥΛΙΟ
Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι το Αντρουλιό ως ήκουσε τη φωνή της μάνας του: «Άντε παιδί μου κι είναι εφτά η ώρα μπλιο».
Ντύθηκε γρήγορα-γρήγορα, έριξε νερό στα ροδοκόκκινα, παχουλά μάγουλά του κι
έκανε πως χτένισε τα κοντά, κατσαρά μαλλιά του. Στο τραπέζι της κουζίνας τον
περίμενε ένα ζεστό ποτήρι γάλα κι ένα τάλιρο. Έβαλε το τάλιρο στην τσέπη, ήπιε
λαίμαργα το γάλα, φορτώθηκε τη σάκα του κι έφυγε για το σχολείο. Η μάνα του από
πίσω τον σταύρωσε και του φώναξε: «Στην
ευχή του θεού παιδί μου και να προσέχεις».
Τετάρτη Δημοτικού πήγαινε το Αντρουλιό και το σχολείο ήταν κοντά στο
σπίτι του, πέντε λεπτά με τα πόδια. Περπατούσε λοιπόν χαρούμενο και σαν εσίμωσε
κοντά στο σχολειό, του ήρθε η μυρωδιά της φρεσκοψημένης ζύμης και του καβουρντισμένου σουσαμιού από το
καρότσι του κουλουρά που κάθε πρωί πουλούσε την πραμάτεια του έξω από την πόρτα
του σχολείου. Έτρεξε το Αντρουλιό, πήρε ένα ζεστό κουλούρι και με μεγάλες
δαγκωνιές το ‘φαγε αμέσως. Το σχολείο στεγαζόταν σε ένα μεγάλο μακρόστενο
κτήριο με κεραμιδωτή στέγη, είχε μια τεράστια αυλή με πολλές μουριές από τη μια
πλευρά κι από την άλλη θάμνους φυτεμένους στη σειρά σαν φράχτη.
Τα κοπέλια έτρεχαν και γελούσαν στην αυλή ώσπου ο επιστάτης βγήκε με
την κουδούνα στο χέρι κι άρχισε να
τη χτυπά βαριεστημένα. Μαζώχτηκε τότε κάθε τάξη χωριστά, τα κοπέλια μπήκαν σε
σειρές κι ένα κορίτσι της έκτης βγήκε να πει την προσευχή. Όταν τελείωσε, όλοι
πήγαν στις τάξεις τους και το Αντρουλιό στη δικιά του που ήταν μια μεγάλη αίθουσα
η οποία χωρούσε άνετα δεκαπέντε θρανία, τριάντα κοπέλια δηλαδή. Στους τοίχους
γύρω-γύρω ήταν κρεμασμένοι χάρτες και κορνίζες με διάφορα ρητά, όπως: «Ή ταν ή επί τας», «Μεθύστε με τ’ αθάνατο
κρασί του ‘21» και άλλα. Ο δάσκαλός του, ο κύριος Καραμηνάς, ήταν ένας
απόκοντος, κακοτερένιος μεσοκαιρίτης που όσο μπόι του έλειπε τόση αγριάδα και
κακία είχε. Τυροπιτούλα τον έλεγαν
τα κοπέλια γιατί ήταν συνέχεια με μια τυρόπιτα στο χέρι.
Μπήκε λοιπόν ο Τυροπιτούλας στην τάξη, τα κοπέλια σηκώθηκαν όρθια κι
αυτός αντί να τα καλημερίσει τους φώναξε: «Σκάστε
και κάτσετε κάτω». Άρχισε το μάθημα και μόλις γύρισε την πλάτη του, ο
Ξημέρης, ο δαίμονας της τάξης, γελούσε και πείραζε τα κορίτσια. Ο δάσκαλος που
τονε κάτεχε του φώναξε: «Ξημεράκη κάτσε
κάτω γιατί θα στο ξεριζώσω πάλι το αυτί», μα ο Ξημέρης συνέχισε άφοβος.
Κάποια στιγμή ο Τυροπιτούλας νευριασμένος άρπαξε μία κιμωλία από τον πίνακα και την πέταξε προς τον Ξημέρη. Η
κιμωλία όμως χτύπησε το Αντρουλιό που καθόταν στο μπροστινό θρανίο και μάλιστα
τον βρήκε στο μάτι. Ο Ξημέρης βλέποντας τον συμμαθητή του να βάζει τα κλάματα
έσκασε από τα γέλια και χοροπηδούσε γύρω-γύρω από τα θρανία.
Όταν σχόλασε ο μικιός μαθητής το μάτι του είχε πρηστεί, είχε μπλαβίσει
και με λυγμούς έφτασε στο σπίτι του. Ο πατέρας του που εκείνη την ώρα έτρωγε,
σηκώθηκε όρθιος, τον ξάνοιξε και τον ρώτησε: «Ιντά ‘παθες;». Ο μικιός δεν μίλησε μόνο κατέβασε το κεφάλι. Τότε ο
κύρης του είπε νευριασμένος: «Αύριο θα
πάμε μαζί στο σχολειό κι ανε μου πουν ότι έκαμες κιαμιά διαολιά, μαύρη μοίρα σου». Το Αντρουλιό έτρεμε
τον πατέρα του, στα μάτια του έμοιαζε σαν γίγαντας και τα χέρια του ήταν μεγάλα
σαν φτυάρια. Μια φορά μόνο του είχε αστράψει ένα χαστούκι μα ήταν τόσο δυνατό
που νόμιζε ότι θα του ξεκολλήσει το κεφάλι.
Όλη νύχτα δεν έκλεισε μάτι ο μικιός και σαν ήρθε το πρωί κίνησαν μαζί
με τον κύρη του για το σχολειό. Πριν να χτυπήσει το κουδούνι μπήκαν στο γραφείο
του διευθυντή και με άγρια φωνή, κοιτώντας το Αντρουλιό, ο πατέρας ρώτησε: «Για πες μου σε παρακαλώ κύριε διευθυντά,
ιντα ‘καμε ο κανακάρης μου κι ήρθε έτσα μισερωμένος στο σπίτι, μπας έκαμε
κιαμιά κατσουκανιά;». Ο διευθυντής είδε το μάτι του κοπελιού, τρόμαξε και
είπε: «Μισό λεπτό να φωνάξουμε τον κύριο
Καραμηνά, τον δάσκαλό του να μας πει» κι έστειλε ένα κοπέλι να του φωνάξει.
Σε λίγη ώρα να σου τον Τυροπιτούλα και μπαίνει στο γραφείο. Ο πατέρας κοίταξε
από πάνω ως κάτω τον απόκοντο άντρα και με σίγουρη φωνή τον ρώτησε: «Για πες μας δάσκαλε ίντα εγίνηκε έπαε με το
γιο μου;». Ο δάσκαλος με τρεμάμενη φωνή του εξήγησε και ζήτησε συγνώμη,
τότε γυρίζει ο πατέρας, σηκώνει την τεράστια χερούκλα του, τη χτυπάει στο γραφείο του διευθυντή και φωνάζει: «Εγώ στον έστειλα έπαε να τονε κάμεις
άνθρωπο, όχι να μου τονε στραβώσεις» και πήρε το κοπέλι από το χέρι
χτυπώντας την πόρτα πίσω του.
Στο δρόμο για το σπίτι η καρδιά του Αντρουλιού χτυπούσε δυνατά και δεν
τολμούσε να σηκώσει το κεφάλι μόνο κοιτούσε χάμω φοβισμένος. Κάποια στιγμή ο
κύρης του τον κατάλαβε και τον χάιδεψε στο κεφάλι. Ήταν η πρώτη φορά που το
Αντρουλιό ένοιωσε την πατρική στοργή κι αυτό το χάδι θα το θυμόταν για πάρα
πολλά χρόνια.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου