ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΞΕΜΑΤΙΑΣΤΡΑΣ

ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΞΕΜΑΤΙΑΣΤΡΑΣ

Ψηλή και τετράπαχη η Κατίνα με μακρύ μαλλί, δεμένο πάντα σε χοντρή πλεξούδα. Είχε σμιχτά φρύδια, τα μάτια της μεγάλα κι ολοστρόγγυλα και το πρόσωπό της έβγαζε μια κακία, που σαν περνούσες δίπλα της, σχεδόν ένοιωθες τη στυφάδα στο στόμα σου. Ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό της Πεδιάδας με τον άντρα της που ήταν άβουλος και τεμπέλης, ολημερίς κοιμόταν και το βράδυ ξημερωνόταν στο καφενείο. Κοπέλια δεν είχαν κι όταν η Κατίνα παραπονιόταν, ο άντρας της με βαριεστημένο ύφος της έλεγε: «Τα κοπέλια είναι φασαρία, μόνο γύρευγε τη δουλειά σου». Φτωχοί ήταν και για να τα βγάζουν πέρα η Κατίνα έκανε την ξεματιάστρα, με το αζημίωτο βέβαια. Έλυνε μάγια, έφτιαχνε φυλακτά, γιάτρευε ανθρώπους και οζά με γηθειές και το όνομά της έγινε γνωστό στα γύρω χωριά. Έτσι η Κατίνα ήταν υπερήφανη για τον εαυτό της γιατί κατάφερνε και να καλύπτει την μεγάλη της λαιμαργία και να την εκτιμάει το χωριό.

 

...Έλυνε μάγια, έφτιαχνε φυλακτά...


Κάποια στιγμή όμως οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά και η Κατίνα ανησυχούσε, οι χωριανοί σταμάτησαν να ζητάνε ξεματιάσματα και φυλαχτά. Έπρεπε να κάνει κάτι και το πονηρό μυαλό της δεν άργησε να βρει τη λύση. Άρχισε να διαδίδει στο χωριό ότι η χήρα η Φραγκούλαινα είχε κακό μάτι και πες-πες οι χωριανοί το πίστεψαν. Η Φραγκούλαινα ήταν μια καλοκάγαθη γριούλα, απόκοντη με καμπούρα και πάντα μ’ ένα γλυκό χαμόγελο στο πρόσωπό της. Ήταν πολλά χρονιά χήρα, τα κοπέλια της είχαν παντρευτεί, είχαν φύγει από το χωριό κι είχε μείνει μοναχή. Στην αρχή η Φραγκούλαινα δεν είχε καταλάβει τι γινόταν πίσω από την πλάτη της, έβλεπε βέβαια τους χωριανούς που σταυροκοπιόταν όταν την συναντούσαν, μα δεν έδινε σημασία. Σιγά-σιγά όμως η κατάσταση χειροτέρευε και η Κατίνα που έβλεπε τις δουλειές της να πληθαίνουν συνέχισε να κακολογεί την φτωχή χήρα. Έλεγε στους χωριανούς πως η Φραγκούλαινα είναι μάγισσα κι ότι κατέχει να δένει με ξόρκια ανθρώπους κι οζά. Οι χωριανοί είχαν αναστατωθεί και πολλοί πήγαν στον παπά να του πουν να τη διώξει από το χωριό.

Η Φραγκούλαινα που έβλεπε τους χωριανούς να τη βλαστημούν και να μην της σιμώνουν, αναστατώθηκε και μια μέρα που έσμιξε με τον παπά στη στράτα, από μακριά του φώναξε: «Παπά στάσου να σου πω». Ο παπάς έβγαλε τον μεγάλο σταυρό από τον μπέτη του, τον γύρισε προς τη γριά και της είπε: «Φραγκούλαινα αν είναι αλήθεια τα μισά από αυτά που λέει για σένα η Κατίνα η ξεματιάστρα, πρέπει να φύγεις από το χωριό» και σηκώνοντας τα ράσα του, έτρεξε γρήγορα και χώθηκε στην εκκλησία. Η αγαθή γριούλα γέλασε και είπε από μέσα της: «Έννοια σου Κατινάρα κι ο θεός απού ‘ναι στα ψηλά βλέπει και κρίνει». Έτσι πέρασε ο καιρός και η Φραγκούλαινα δεν τολμούσε να βγει από το σπίτι, όσο για την Κατίνα δεν προλάβαινε να ξεματιάζει, να φτιάχνει φυλακτά και να διαβάζει γηθειές.


...δεν προλάβαινε να ξεματιάζει...


Μια βραδιά ένας ξενοχωριανός που η ξεματιάστρα του είχε γιατρέψει την φοράδα, της έπεψε για πεσκέσι μια μεγάλη τσάντα με σύκα. Η Κατινάρα έκατσε, τα έφαγε όλα μονοκοπανιάς και σε λίγη ώρα έπεσε του θανατά. Οι μουγκρές της ακούγονταν σ’ όλο το χωριό και την άλλη μέρα μαζώχτηκαν πολλοί έξω από το σπίτι της για να της συμπαρασταθούν. Η λαιμαργία όμως της είχε κάνει μεγάλη ζημιά και η τετράπαχη γυναίκα χειροτέρευε. Δυο μέρες μούγκριζε η Κατίνα και την τρίτη η Φραγκούλαινα που δεν άντεχε να ακούει τα κλάματα και τις φωνές, τη λυπήθηκε, πήρε το βεργαλάκι της και κίνησε για το σπίτι της ξεματιάστρας. Έφτασε λοιπόν έξω από το σπίτι και μη δίνοντας σημασία στον κόσμο που την έβριζε, φώναξε: «Κατίνα, κατέχω ιντά ‘χεις και μπορώ να σε γιατρέψω, να μπω;». Η άρρωστη από μέσα φώναξε απελπισμένη: «Μπες!». Μπήκε η Φραγκούλαινα, έβαλε σε ένα ποτήρι νερό και σίμωσε στην άρρωστη. Έβγαλε από τον κόρφο της το λιόκουρνο που της είχε δώσει για φυλακτό η γιαγιά της η Χανιώτισσα και το βούτηξε για λίγα λεπτά στο ποτήρι. Έπειτα πήρε από την τσέπη της ένα μικρό, σκούρο μπουκαλάκι με κανελόλαδο κι έσταξε πέντε σταγόνες στο νερό. Μουρμούρισε κάποια λόγια κι έπειτα είπε στη Κατινάρα: «Πιες αυτό, κάνε το σταυρό σου κι έλα αύριο να με βρεις».

Πράγματι την επόμενη μέρα ολόχαρη κι υγιέστατη η Κατίνα σηκώθηκε, φορτώθηκε ένα σωρό πεσκέσια και πήγε στο σπίτι της Φραγκούλαινας. Μπήκε μέσα, αγκάλιασε τη φτωχή γριούλα και όλο αγωνία της είπε: «Φραγκούλαινα πες μου να χαρείς ιντά ‘χα και με γιάτρεψες, απού ν’ αγιάσει η χέρα σου». Με πλατύ χαμόγελο η γριά την κοίταξε στα μάτια και της είπε: «Κατίνα παιδί μου, κακία είχες και σε βάραινε, μα εγώ παρακάλεσα το Θεό να σε συγχωρέσει κι ως φαίνεται αφού σε συγχώρεσα εγώ που μου ‘χεις καμωμένο τόσονα κακό, αποφάσισε κι Αυτός να σου δώσει άλλη μια ευκαιρία, μόνο βλεπίσου γιατί δεν έχει άλλη».


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ