Ο ΚΥΚΛΩΠΑΣ ΚΑΙ Η ΓΟΡΓΟΝΑ
Ο ΚΥΚΛΩΠΑΣ ΚΑΙ Η ΓΟΡΓΟΝΑ
Σ’ ένα ψαροχώρι, απ’ αυτά που μάχονται αιώνια με τα κύματα, ζούσε ο Μάνθος. Κύκλωπα τον λέγανε οι χωριανοί γιατί ήταν θεόρατος και η μιλιά του σαν μουγκρητό. Είχε πατήσει τα σαράντα, δούλευε σαν το σκυλί μα ήταν λίγο αγαθός κι αλαφροΐσκιωτος. Μόνη του διασκέδαση, το ψάρεμα, από μικρό παιδί που τον έχανες, που τον έβρισκες, στη θάλασσα να δολώνει και να ψαρεύει. Ήταν απάντρευτος κι όταν τον ρωτούσαν γιατί δεν παίρνει μια γυναίκα, απαντούσε: «Ντα ίντα, δεν έχω τάξε γυναίκα, να τηνε» και έδειχνε με τη χερούκλα του το απέραντο πέλαγο.
Τελευταίες μέρες του Απρίλη κι ήταν καιρός που ψαρεύουν τα μαγιάτικα,
τα μεγάλα και πεντανόστιμα αυτά ψάρια. Ξεκίνησε λοιπόν ο Μάνθος αποδιαφώτιστα,
με τα σύνεργα του ψαρέματος τακτοποιημένα σ’ ένα μεγάλο σάκο και μ’ ένα κουβά
στο χέρι. Αρκετά μακριά από το χωριό ήταν μια μικρή απόμερη παραλία, εκεί
έφτασε ο Κύκλωπας κι έβγαλε απ’ το σάκο του το πολυάγκιστρο κι ένα ψωμί. Αφού
το έβρεξε λίγο στη θάλασσα, το έβαλε με μαεστρία στα αγκίστρια κάνοντας μια
μεγάλη μπάλα και το πέταξε στο αφρισμένο κύμα. Έπρεπε να πιάσει κέφαλους που
είναι το καλύτερο δόλωμα για τα μαγιάτικα. Λίγα λεπτά πέρασαν και πιάστηκε στ’
αγκίστρια ένας κέφαλος περίπου στο κιλό. Ο Μάνθος τον τράβηξε έξω και γρήγορα
τον έβαλε στον κουβά που είχε γεμίσει με θαλασσινό νερό. Πήρε τα σύνεργα, τον
κουβά και με γρήγορα βήματα έφτασε σ’ ένα απομακρυσμένο
βράχο, λίγο πιο μακριά, που έχασκε πάνω από ένα πολύ βαθύ σημείο της θάλασσας.
Εκεί ήξερε ο Μάνθος πως είχε πολλά μαγιάτικα.
Ο ήλιος μόλις είχε ξεπροβάλει και ο Κύκλωπας αφού έκανε το σταυρό του,
έβγαλε από το σάκο το καρούλι με την χοντρή πετονιά, δόλωσε τον κέφαλο και ήταν
έτοιμος να τον πετάξει στη θάλασσα. Όπως όμως πλησίασε στην άκρη του βράχου,
του φάνηκε πως είδε έναν άνθρωπο στο νερό. Το σημείο ήταν βαθύ κι
απομακρυσμένο, αδύνατον κανείς να βουτήξει
ή να κολυμπήσει τόσο μακριά. Τρόμαξε ο Μάνθος και φώναξε δυνατά, θαρρούσε πως
κάποιος πνιγόταν μα σαν κοίταξε καλύτερα είδε πως ήταν μια γυναίκα που κολυμπούσε ανέμελη και μάλιστα την άκουσε να τραγουδάει
γλυκά. Τα ‘χασε ο Μάνθος και σταυροκοπήθηκε, έτριψε τα μάτια του μήπως
ονειρεύεται μα σαν ξανακοίταξε ήταν πάλι εκεί η γυναίκα και χτυπούσε τα χέρια
της στο νερό χαρούμενη.
Ο ήλιος είχε πια φανεί για τα καλά και οι αχτίδες του λαμπύριζαν στο ήρεμο νερό της θάλασσας. Ο κύκλωπας
έσκυψε στο βράχο και κοίταξε καλύτερα, τότε είδε τη γυναίκα να βουτάει στο βυθό
και να χάνεται μα όπως την κοίταζε του φάνηκε πως αντί για πόδια είχε ουρά. Γοργόνα, σκέφτηκε και του κόπηκε
η αναπνοή. Ξανακοίταξε μα το πλάσμα είχε χαθεί. Έκατσε χάμω χωρίς να μπορεί να
βγάλει μιλιά, μόνο είχε γουρλωμένα τα μάτια και κοίταζε το πέλαγο. Μετά από
αρκετή ώρα κατάφερε να σηκωθεί κι έφυγε για το χωριό. Κρατώντας το σάκο στο ένα του χέρι και στο άλλο το δολωμένο
κέφαλο, μπήκε στο καφενείο. Εκείνη την ώρα ήταν γεμάτο από χωριανούς που έπιναν
τον πρωινό καφέ τους και μόλις είδαν τον Μάνθο να κρατά το μικρό ψάρι, άρχισαν
τα πειράγματα: «Ιντά ‘ναι μρε Κύκλωπα
έτονα το θεριό», του είπε ένας, «καφετζή
ψήσε το να φάει όλο το χωριό», είπε ένας άλλος μα ο Μάνθος που τα ‘χε ακόμα
χαμένα δεν μίλησε μόνο έκατσε στη μέσα μεριά του καφενείου.
Την ίδια στιγμή μπήκε ένας γεροντής,
έκατσε δίπλα στον Μάνθο και τον καλημέρισε. Ο Κύκλωπας τον κοίταξε, του είπε με
τη βαριά φωνή του: «Καπετάν Νικολή άκου
να δεις ιντά ‘παθα σήμερο» και του διηγήθηκε την ιστορία με την γοργόνα. Ο
γέρο-καπετάνιος χτυπώντας τα γόνατά του έσκασε στα γέλια κι είπε στον Μάνθο: «Να ‘σαι καλά μρε Μάνθο, μου ‘φτιαξες το κέφι
πρωί-πρωί. Γροίκα εδά να σου πω. Εψές το βράδυ ήρθε στο χωριό η καινούργια δασκάλα. Όμορφη, ξανθιά κι
αλαφροΐσκιωτη σαν και του λόγου σου. Με παρακάλεσε λοιπόν να την πάω βόλτα με
τη βάρκα γιατί λέει αγαπά πολύ τη θάλασσα. Την πήρα λοιπόν σήμερο πριν να
ξημερώσει και την πήγα να δει το θαλάσσιο σπήλιο
που είναι στο Ρούσσο Χαράκι, έκεια που ψάρευες. Σαν εφτάξαμε λοιπόν, τόσο
πολύ ενθουσιάστηκε η δασκάλα που εβούτηξε με τα ρούχα στη θάλασσα κι άρχισε να κολυμπά και να τραγουδεί. Έτσα
κουζουλερή γυναίκα δεν ξανάδα. Εμένα δεν με είδες γιατί ήμουνε μέσα στο σπήλιο με
τη βάρκα».
Ο Μάνθος έξυσε το κεφάλι του και είπε: «Μα ίντα λες εδά καπετάνιο αφού σου λέω είχε ουρά». Ο καπετάνιος τον
χτύπησε στον ώμο και γελώντας του είπε: «Το
φουστάνι της θα είδες που ανέμιζε στο νερό και σου φάνηκε πως ήταν ουρά, την
είδες να χάνεται την ώρα που εμπήκε στο σπήλιο για να φύγομε». Κοκκίνισε ο
Κύκλωπας και μιλώντας όσο πιο σιγά μπορούσε είπε στον γέροντα: «Ο Θιος σ’ έπεψε έπαε καπετάνιο και μου τα
ξεδιάλυνες γιατί ανε το ‘λεγα ποθές αλλού, θα μου κρεμούσανε πάλι κουδούνια».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου