Ο ΚΕΡΙΜ ΑΓΑΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΡΟΣ Β΄
Ο ΚΕΡΙΜ ΑΓΑΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΝΩΛΗΣ
ΜΕΡΟΣ Β΄
Ο παρακάτω δεκαπεντασύλλαβος είναι
εμπνευσμένος από ένα μύθο (και ο μύθος
κρύπτει νουν αληθείας), που υπάρχει στο γραφικό χωριό Λάστρος της Σητείας
και φανερώνει τα πάθη των Κρητικών την εποχή της Τουρκοκρατίας. Θα δημοσιευτεί
σε δύο μέρη.
(Συνέχεια από
το Α΄ μέρος)
***
Τη στράτα συνεχίσανε και στ` Αχλαδούλι βγήκαν
έκεια, ακόμα δυο λαγοί, μεγάλοι επεταχτήκαν,
πάλι ο τσιφτές του χριστιανού δεν έσφαλε ψιχάλι
τσοι σκότωσε κι ογλήγορα τσοι `βαλε στο
βουργιάλι.
Σύζηλο τον Κερίμ αγά, μεγάλο τονε πιάνει
και με μια πέτρα εχτύπανε του τουφεκιού την κάννη
Μούγκρισε και βλαστήμηξε πάλι τον Μουχαμέτη
και τον Αλλάχ σιχτίρισε που δίδει το κισμέτι.
Θώριε ο Μανώλης τον αγά που βλαστημούσε πάλι
και αφορούταν πως μπλεξά τον ήβρηκε μεγάλη,
και λέει: «Αγά η βούργια μου καλά `ναι γεμισμένη
και να μην σκας αφού ορταγιά έχομε καμωμένη».
Δε μίλησε ο Κερίμ αγάς μα `χε βαρύ σεκλέτι
κι η μαυρισμένη του καρδιά ήβραζε μες στο μπέτη.
Έτσα όπως τρώει η φωθιά το λάδι στα καντήλια,
έτσα και τον Κερίμ αγά τον έτρωγε η ζήλια.
***
Το μεσημέρι φτάξανε κοντά εις τη Λαγκάδα
σε μια πεζούλα βγήκανε να βρούνε ασκιανάδα.
Βγάνει ο Μανώλης τσοι λαγούς τη μοιρασά να κάνει
τον ένα μόνο παίρνει αυτός, τσοι τρεις του αγά
τσοι βάνει.
Θωρεί ο αγάς τη μοιρασά και μέσα του βρουχάται
μα `ναι κιοτής και δε μιλεί μονάχα συλλογάται:
«Για ιδές το σκύλο το ραγιά που σήκωσε κεφάλι
τον πια μεγάλο το λαγό ήβαλε στο βουργιάλι».
Μα θώριε πως ο Χριστιανός δεν ήτο του χεριού του
κι ήβγανε μαύρα σχέδια ο Τούρκος με το νου του.
***
Απείς εξαποστάσανε τη στράτα πάλι επήραν,
να πάνε οπίσω στο χωριό, κι οθε τη Κούκα εγείραν.
Πίσω κλουθούσε ο αγάς κι είχε μεγάλη φούρια
κι ελύσα ως εθώριενε του Χριστιανού τη βούργια
***
Σαν να `ναι η μέρα καθαρή κι ηλιοπεριχυμένη
κι η θάλασσα ως τα βάθη της είναι γαληνεμένη,
μα ξαφνικά φυσά βοριάς και κύμα ανεσηκώνει
χτυπά την άκρα του γιαλού και το νερό θολώνει,
έτσα κι η ζήλια θόλωσε του Τούρκου το κεφάλι
και το πλουμότεχνο τσιφτέ ήβαλε στη μασχάλη,
τσοι δυο κοκκόρους σήκωσε κι ήβαλε στο σημάδι
τον χριστιανό, που σάλευγε με το κουλούκι ομάδι.
Ήπαιξε χτύπο η καρδιά το μπέτη του να σκίσει
του χάρου πως θα γλύτωνε αν ήθελ` αστοχήσει.
Η πρώτη μπάλα ήβρηκε στην πλάτη τον Μανώλη
μα στο κεφάλι του `δωκε το δεύτερο το βόλι.
Έκεια που είδε ο βοσκός τη γη φωθιά να βγάνει
κι ο τόπος μοσχομύριζε σα μερτζουβί λιβάνι,
έκεια `πεσε ο Χριστιανός απ` του αγά τα βόλια
και η ψυχή του στου ουρανού εμπήκε τα περβόλια.
Στον ίδιο τόπο που `πεσε, άψαλτο τονε θάψαν
κι οι Λαστριανοί σαν να `τανε κοπέλι ντος, τον
κλάψαν.
Μα ο θεός τσι πράξεις μας κατέχει, και τσι κρίνει
κι απλέρωτη την αδικιά τ` αθρώπου δεν αφήνει,
μιαν εβδομάδα ολάκερη θαρρώ δεν είχε φύγει
και πάλι ο Κερίμ αγάς επήγε στο κυνήγι,
έκεια που δίχως αντρειγιά σκότωσε τον Μανώλη
εγλύστρησε κι επόθανε απ` το δικό του βόλι.
***
Σαν να `σαι σε βαθιά
σπηλιά, μέσα στση γης τα σπλάχνα
απου `ναι κατασκότεινα
και δεν γροικάται άχνα,
έτσα και μες στην εκκλησά
μιλιά δεν εγροικούνταν
όσο, τα πάθη, ο γέροντας
του χριστιανού δηγούνταν.
Μα σαν ο γέρος σώπασε
όλοι ανελωθήκαν
στα γόνατα επέσανε και
σταυροκοπηθήκαν.
Βγήκε ο παπάς εις στην
αυλή με μαργωμένα μέλη
τσι τρεις καμπάνες ήπαιξε
κι ήκλαιγε σαν κοπέλι.
Μαζώχτηκαν οι Λαστριανοί
κι είπαν πως είναι κρίμα
τον χωριανό τους άψαλτο
ν` αφήσουν μες στο μνήμα.
Τσ` εικόνες ξεκρεμάσανε,
στα χέρια ντος τσι πήραν,
τη λιτανεία ντάκαραν κι
οθε το μνήμα εγείραν.
Ο πια ευσεβής στη μπρός
μερά περήφανος πορπάθιε
κι ένα σταυρό ψιμιδευτό
στη χέρα του εκράθιε,
πιο πίσω τα εξαπτέρυγα
μαζί με τα φανάρια
που στελιωμένα τα `χανε
σε ξύλινα κοντάρια,
ύστερα πήγαινε ο παπάς με
θυμιατό στο χέρι,
κι οπίσω του κλουθούσανε
κοπέλια, νέοι, γέροι.
Σ` όλο το δρόμο ψάλανε
και κάναν το σταυρό τους,
με μαύρο δάκρυ, πύρινο
κλαίγαν τον χωριανό τους.
Στο τόπο σαν εφτάξανε το
μνήμα εκυκλώσαν
κι ένα μικρό κουβούκλιο
πέτρινο εστελιώσαν,
μέσα, καντήλι ταπεινό
βάλαν και το φωτίσαν,
λεμονανθούς και γιασεμιά
στο μνήμα εσκορπίσαν.
Κάμανε το τρισάγιο, εις
στο χωριό γιαγείραν,
και κάποιοι χώμα, μια
ολιά, από το μνήμα επήραν.
Μια γρα που `χε πονέματα,
πολύ καιρό στο σώμα,
ενήστεψε και στις πληγές
ήβαλε απάνω χώμα,
έτσα γιατροπορεύτηκαν και
μπλιο δεν ξαναβγήκαν
κι απάνω τζη ούτε μικιό
σημάδι δεν αφήκαν.
Εις στο χωριό μαθεύτηκε,
το `πε ο γης στον άλλο
κι έτσι το μνήμα εγίνηκε
προσκύνημα μεγάλο.
***
Και σήμερα ανε πονείς κι
οι Λαστριανοί σε δούνε,
πως έχεις πάνω στο κορμί
πληγές απου δε κλειούνε,
στου Σκοτωμένου, θα σου
πουν, το μνήμα να προβάλεις,
κι από κεια χώμα στσι
πληγές, απου πονούν να βάλεις.
***
Ένας καλός, αμοναχός στον
κόσμο να πομείνει,
φτάνει, γιατί παράδειγμα
για τσοι πολλούς θα γίνει.
Όποιος γυρεύγει το θεό,
ψηλά να μην κοιτάξει
μες στη ψυχή του θα τον
βρει, άμα καλά θα ψάξει.
Τα θαύματα συμβαίνουνε
ομπρός εις στον καθένα,
αν έχει πάντα τση ψυχής
τα μάθια ανοιγμένα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου