Ο ΚΕΡΙΜ ΑΓΑΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΡΟΣ Α΄

Ο ΚΕΡΙΜ ΑΓΑΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΝΩΛΗΣ

ΜΕΡΟΣ Α΄

 

Ο παρακάτω δεκαπεντασύλλαβος είναι εμπνευσμένος από ένα μύθο (και ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας), που υπάρχει στο γραφικό χωριό Λάστρος της Σητείας και φανερώνει τα πάθη των Κρητικών την εποχή της Τουρκοκρατίας. Θα δημοσιευτεί σε δύο μέρη.

 

Η Στεία η χιλιόμορφη με το παλιό λιμάνι

που `ναι στση Κρήτης το λαιμό, ολόχρυσο γιορντάνι,

έχει χωριά που `ναι σαφή ομορφοασβεστωμένα

και σαν τ` αγρίμια βρίσκουνται στα όρη σκαλωμένα,

κι άλλα που ομορφοπλούμιστη αρματωσά φορούνε

και τ` αγριεμένα κύματα, αιώνες πολεμούνε.

Απ` όλα, ένα ρέγομαι, Λάστρος το όνομά του

αρχοντικά τα σπίθια του κι όμορφα τα στενά του.

Όλοι οι καιροί το προσκυνούν, οι ανέμοι το βλογούνε,

ψηλά βουνά στα νοτικά θεριά που το φυλούνε.

 

***

Ένα βουνό που στέκεται ορθό σαν γιαταγάνι

Σπαθί το λένε, και γεννά κάθε λοής βοτάνι.

Έκεια βοσκάκι που ήτανε στη Λάστρο `νεθρεμμένο

ζυγώνοντας ένα οζό, πόμεινε νυχτωμένο.

Πιο πάνω απ` τα Μουχλιανά, στην Κούκα απου λένε

δίπλα απ` την πετρόλιμνη, θωρεί φωθιές να καίνε.

Με φόβο πήγε πια κοντά κι είδε ν` αντιφεγγίζει

πάνω απ` το χώμα μια φωθιά, μα χάμε να μη `γγίζει.

Σαν του λαγού εχτύπησε στο μπέτη η καρδιά του

κι από το ζόρε γροίκησε τσι χτύπους μες στ` αυτιά του,

φτερά `βγαλε στα πόδια του, στη Λάστρο κατεβαίνει

και στο κονάκι του παπά, πριν την αυγή, πηγαίνει.

Βρίχνει το γέρο τον παπά στο σπίτι και κοιμάται

τονε ξυπνά, και τη φωθιά στην Κούκα του δηγάται.

Κι αυτός ακόμα μαχμουρλής κι αγουροξυπνημένος

του λέει: «μπας μωρέ βοσκέ ήσουνε μεθυσμένος;»

Σπιθίσανε τα μάθια του στση νύχτας το σκοτίδι

και μανισμένος ο βοσκός απόκριση του δίδει:

 

«Γάλα, παπά μου, μια καυκιά, την ταχινή ήπια μόνο

κι απείς στα όρη εγύριζα μιαν αίγα να ζυγώνω».

 

Δεν του φρουκάστηκε  ο παπάς μόνο τσιμογελούσε

γιατί `ταν νιός και το αίμα του στσι φλέγες χοχλακούσε,

κι ήτανε άνοιξη καιρού, τα δέντρα ανθισμένα,

με μαλοτύρα κι έρωντα τα όρη μυρισμένα,

κι οι νιοι αποζαλίζονται στα όρη οντε γλακούνε

ονείρατα και φανταξά στον ξύπνιο ντος θορούνε.

Τον νιο εξάνοιξ` ο παπάς που ήτονε `νελωμένος

στον ώμο τονε `κούμπησε και του `πε νυσταγμένος:

«Άμε παιδί μου στο καλό κι ότι είδες μη δηγάσαι

γιατί θα λεν οι χωριανοί πως κουζουλός λογάσαι».

 

***

Λίγος καιρός επέρασε κι ένας βοσκός ριζίτης

που `χε τα οζά του στο Σπαθί κι ήταν μεσοκαιρίτης,

έκεια στην Κούκα είδενε μια λάμψη να φωτίζει

κι όλο το τόπο μερτζουβί, λιβάνι να μυρίζει,

διπλοσταυροκοπήθηκε, ρίχνει τα μάθια κάτω

και φοβισμένος γιάγειρε, γλήγορα στο μιτάτο.

Απείς επόσασε τα οζά, εις το χωριό πηγαίνει

και μέχρι τ` απολείτουργο στην εκκλησά νημένει,

πάνω στη μεταλάβωση σιμώνει και δηγάται

ότι είδενε εις στον παπά και κείνος συλλογάται:

«Ετούτοσες `δα ο βοσκός είν` απομεστωμένος

έχει γυναίκα και παιδιά κι είναι καλοστεμένος,

δεν είναι τρεζοκόπελο, κι απαρθινά το λέει

πως είδε μια παράξενη φωθιά να σιγοκαίει».

 

***

Σα σφήγκες που σβουρίζουνε σε κρουσταλένια κρήνη

έτσα μεγάλο σούσουρο στην εκκλησά εγίνη,

όσοι γροικήσαν το βοσκό, ήλεγε ο γης στον άλλο:

«πρέπει στη Κούκα εγίνηκε θάμα πολλά μεγάλο».

 

Καθόταν κι ένας γέροντας σ` ένα φτωχό στασίδι

και κούμπιζε τη κεφαλή στση βέργας το γυρίδι,

ώστε να `κούσει το βοσκό, σήκωσε τη μαθιά του

κι ήπαιξε χτύπο δυνατό στο μπέτη η καρδιά του,

ήβγαλε αναστεναγμό και λέει `ποδακρυωμένος:

«εγώ κατέχω να σας πω ποιος είναι εκειά θαμένος».

 

Σέρνει με ζόρε απ` του νου το σκαλιστό ντολάπι

τση θύμησης τ` ασήκωτο, χρυσόδετο κιτάπι,

και τσι σελίδες βιαστικά φυλλολογά και κλαίει

ώσπου εκειονά που γύρευγε , εβρήκε τους λέει:

 

«Ως μου `χε πει ο κύρης μου τα μάθια του πριν κλείσει,

οντε βασίλευγε η Τουρκιά σ` ανατολή και δύση,

τότε `νας Τούρκος άγριος στη Λάστρο κατοικούσε

Κερίμ αγά τον λέγανε, ποτέ του δεν γελούσε,

ασκημομούρης ήτονε, κακόσειρος, ζηλιάρης,

μουρντάρης ήταν, καυγατζής, μπεκρής και βλαστημιάρης.

Στα όρη του `ρεσε σαφή να βγαίνει για κυνήγι

και μόνο `κεια συνήθιζε με χωριανούς να σμίγει.

 

***

Εζούσε  κι ένας χριστιανός, Μανώλης τ` όνομά του

που ήτονε ακριμάτιστη κι αμάλαγη η καρδιά του.

Ήταν αγριμοπόδαρος και στον αθό τση νιότης,

εις το κυνήγι δυνατός κι αλάθητος παιγνιώτης.

Τσοι φίλους του εγάπανε, τσ` εχθρούς του εσυχωρούσε

ποτέ του δεν εμάνιζε, σ` όλους καλομιλούσε.

 

***

Μια μέρα ο Κερίμ αγάς με τον Μανώλη σμίγει

και λέει του την ταχινή να πάνε στο κυνήγι,

κι αυτός του λέει: «Δίχως τσιφτέ ίντα να κυνηγήσω,

μ` ανε με θές, οπίσω σου αγά μου θα κλουθήσω».

Ως ήκουσε ο Κερίμ αγάς, που ανάδια ήταν στεμένος

στα μάθια τονε ξάνοιξε και του `πε μανισμένος:

«Τουφέκι θα σου δώσω εγώ γιατί σε θέλω ορτάκι

μόνο αποδιαφώτιστα να `ρθεις εις στο κονάκι».

 

Πρωί-πρωί εσμίξανε πριν φύγει το σκοτίδι

κι ένα τουφέκι, ο αγάς, ολόστραβο του δίδει,

μ’  αυτός εκράθιε ένα τσιφτέ ασημοπλουμισμένο

απου ρεγάλο ένας αγάς του το `χενε δωσμένο.

Ήτoνε οι κοκόροι του πιτήδια σκαλισμένοι

σα δράκοι με χρυσά φτερά σε βράχο καθισμένοι,

μα και στο πλάι είχενε μ` ασήμι ξομπλιασμένο

ένα βουνό μ` ασφένταμους και πρίνους δασωμένο.

Έκεια ελάφια βόσκανε, λαγοί ατζοπηδούσαν

κι απάνω πέρδικες πολλές κι ορτύκια επετούσαν.

 

***

Πήρε το σκύλο του ο αγάς τον άγριο κυνηγάρη

κι απείς, τη στράτα τράβηξαν και βγήκαν στο Καμάρι.

Κυνήγι είχε μπόλικο την εποχή εκείνη

γιατί τουφέκια στα χωριά δεν είχαν απομείνει,

όλα οι Τούρκοι τα `χανε, τότες νεμαζωμένα

κι έτσι τα όρη ήτανε με έχνη φορτωμένα.

Σε μια ολιά, ένα λαγό ο σκύλος ξεσμιλιώνει,

παίζει ο Μανώλης μπαλοθιά και χάμε τον ξαπλώνει.

Βλαστήμηξε ο Κερίμ αγάς, πού `σφαλε στο κυνήγι

κι ήφτυξε μες στο κόρφο του, η γρουσουζά να φύγει,

τότε ακόμα ένας λαγός από `να βάτο βγαίνει,

παίζει δυο μπάλες ο αγάς μα δεν τον πετυχαίνει,

κι ως ο λαγός εσίμωσε στη πάντα του Μανώλη

παίζει του και τον ήριξε μονάχα μ` ένα βόλι.

Κοκκίνισε ο Κερίμ αγάς κι άφρισε από τη λύσσα

και σα κριγιός τα πόδια του εχτύπα, και ξεφύσσα.

Είδ` ο Μανώλης τον αγά που ήτονε αφρισμένος

στη βούργια βάνει τσοι λαγούς, και λέει `ποδαγκαμένος:

«Μη σεκλετίζεσαι αγά κι έχει ακόμη μέρα

κι αν επαε ξαστόχησες θα βρεις λαγούς πιο πέρα».

 

Τέλος Α΄ μέρους (συνεχίζεται)


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΣΙΟΡ ΤΖΑΝΑΚΗ

ΤΣΗ ΚΟΝΤΟΛΕΝΙΑΣ

Ο ΚΑΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΟΥΣΑΣ

Ο ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟ 1821 ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΞΟΜΠΛΙΑ ΣΤΟ ΦΑΝΤΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η ΠΕΡΑΣΑ ΤΟΥ ΦΑΡΑΓΓΑ