ΟΙ ΜΠΟΥΓΚΕΣ
ΟΙ ΜΠΟΥΓΚΕΣ
Καταμεσήμερο και η πλατεία του χωριού έχει πυρώσει κάτω από τον καυτό ήλιο του Αυγούστου. Στον δροσερό
ίσκιο του γέρο-πλάτανου που
βρίσκεται στην μέση της πλατείας, κάθονται δυο 12χρονα αγόρια. Το χωριό,
ναρκωμένο από την ζέστη κι υπνωτισμένο από το μονότονο τραγούδι των τζιτζικιών, κοιμόταν ήσυχο. Μόνο τα
γέλια των δύο φίλων τάραζαν την μεσημεριανή γαλήνη. Κουβεντιάζανε αρκετή ώρα
και απολάμβαναν τον αέρα που περνούσε από τα πυκνά κλαδιά του πλατάνου κι ύστερα
δροσερός τα χτυπούσε στο πρόσωπο. Η κάψα
δυνάμωνε κι άρχισαν να βαριούνται. Μείνανε λίγη ώρα σιωπηλοί μα ο ανήσυχος παιδικός τους νους τα ξεσήκωσε
για να τα βάλει πάλι σε μπελάδες.
Ο Βαγγέλης ο πιο ζωηρός έσπασε την σιωπή και λέει του φίλου του:
«- Κατέχεις Μανώλη ότι το χωριό από κάτω είναι όλο τρυπημένο;
- Ιντά ‘ναι λέει; Μπας και λες για τσι μπούγκες;
- Ναι. Κατέχεις ότι πάνε από την μια πάντα του χωριού ως την άλλη;
Άκουσα τον κύρη μου να λέει ότι τα παλιά χρόνια εσκάψανε οι άνθρωποι τον κούσκουρα,
εκάμανε τσι μπούγκες για να χώνουνται από τσι Τούρκους.
- Κατέχω τα Βαγγέλη. Η μάνα μου με πήγε μια φορά στην Αγία Άννα. Έκεια
λοιπόν έχει εμπασά για τσι μπούγκες μα είπε μου να μη σιμώνω γιατί φαντάσει.
- Θαρρώ πως είσαι μωρό κοπέλι ακόμα. Επίστεψες τη μάνα σου. Είπε σου το
για να φοβηθείς και να μη σιμώσεις. Εγώ ήκουσα από τον κύρη μου ότι οι Γερμανοί
είχανε βάλει μέσα μπιστόλια και μπόμπες. Ακόμα λέει είναι γεμάτο από τέτοια
μέσα.
- Ε, κι ίντα, ποιός θα μπει μέσα να τα βγάλει, εσύ κοντό;
- Ναι γιάντα, μπας θαρρείς πως είμαι φοβιτσάρης σαν κι εσένα; Πάμε ανε
σου βαστά.
- Βαγγέλη εκουζουλάθηκες; θα μασε σκοτώσουνε οι γονέοι μας.
- Ξα σου. Εγώ πάω να φέρω τη λάμπα του πετρελαίου από το σπίτι για να
φέγγω σαν θα μπω μέσα στσι μπούγκες. Άμα θες κλούθα αλλιώς κάτσε επαέ να
ποσκιάζεσαι να σου φέρω και το πλεκτό τση αδερφής μου, να πλέκεις σαν το καλό
κορίτσι.
- Σιγά μη φοβούμαι. Πάω να πάρω τη βούργια του κυρού μου και θα σμίξομε
όξω από την Αγία Άννα, μα κάμε ογλήγορα πριν ξυπνήσουνε οι γονέοι μας.»
Φύγανε τα δύο «δαιμονάκια» και η καρδιά τους από τον ενθουσιασμό και
την περιέργεια χτυπούσε δυνατά στο αμέστωτο
μπέτη τους. Φτάσανε κι οι δυο σχεδόν μαζί στο παμπάλαιο εκκλησάκι που ήταν
χτισμένο μέσα σε μια σπηλιά σκαμμένη στο κάτασπρο χώμα. Μπήκανε μέσα, κοίταξαν
την εικόνα της Αγίας Άννας που είχε
στην ποδιά της την Παναγία και κρατούσε δυο λευκούς κρίνους. Κάνανε τον σταυρό
τους, προσκύνησαν κι από μέσα τους παρακάλεσαν την Παναγία να βοηθήσει μην
τυχόν βγει από τις μπούγκες κανένα φανταξό.
Άναψε ο Βαγγέλης τη λάμπα και προχώρησαν δειλά-δειλά μέσα στο σπήλαιο.
Στο βάθος του στένευε πολύ και ρίζες
δέντρων κρεμόταν από την οροφή του. Κάποια στιγμή το σπήλαιο στένεψε τόσο
πολύ που τους έβαζε ίσα-ίσα. Τα δυο παιδιά κοιτάχτηκαν και προχώρησαν σκυφτοί.
Εκεί που πήγαιναν, ξαφνικά το σπήλαιο μεγάλωσε. Σηκώθηκαν, έφεξε ο Βαγγέλης κι
είδαν μια σήραγγα που προχωρούσε για
πενήντα μέτρα περίπου. Κάθε δύο μέτρα η σήραγγα ήταν στερεωμένη με μεγάλους,
ξύλινους μισοσαπιμένους δοκούς που
απάνω είχαν χαραγμένα γράμματα κι αριθμούς. Προχώρησαν στην σήραγγα κι ο φόβος
άρχισε να τους τυλίγει σαν την ομίχλη που σιγά-σιγά απλώνεται στην κορφή του
βουνού. Μέσα στην νεκρική σιγή του σπηλαίου άκουγαν περίεργους θορύβους κι όσο
περνούσε η ώρα πλήθαιναν. Τρίζανε οι
δοκοί κάτω από το βάρος των χωμάτων, μεγάλοι ποντικοί σερνόταν κι έβγαζαν
μικρές τσιριχτές φωνές, νυχτερίδες
χτυπούσαν τα κατάμαυρα φτερά τους κρεμασμένες ανάποδα στην οροφή του σπηλαίου.
Τρόμος μεγάλος είχε πιάσει τα παιδιά. Του Βαγγέλη, που πήγαινε μπροστά, τρέμανε
τα πόδια του μα δεν έλεγε τίποτα, όσο για τον Μανώλη αυτός με δυσκολία ανέπνεε,
ο φόβος του είχε κόψει την ανάσα.
Κάποια στιγμή η σήραγγα τελείωσε κι οι δυο φίλοι βρέθηκαν σε ένα
τεράστιο θάλαμο. Σήκωσε ο Βαγγέλης
την λάμπα κι είδαν το μέρος που έμοιαζε με εκκλησία. Είχε πολλές καμάρες κι
ανάμεσά τους ήταν στοιβαγμένα μεγάλα ξύλινα
κασόνια που απάνω είχαν ζωγραφισμένο τον αγκυλωτό σταυρό των Γερμανών. Με χαρά άρχισαν να φωνάζουν και να
χοροπηδάνε σαν μικρά κατσικάκια που βρίσκουν φρέσκο χορτάρι. Όταν πλησίασαν
όμως κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν ούτε να ανοίξουν τα μεγάλα κασόνια, ούτε
βέβαια να τα σηκώσουν. Άρχισαν να ψάχνουν όλο το θάλαμο μήπως βρουν κάτι που θα
μπορούσαν να το πάρουν. Εντωμεταξύ οι
θόρυβοι πλήθαιναν κι ο θάλαμος που λειτουργούσε σαν μεγάλο ηχείο έκανε τα πράγματα χειρότερα.
Πάνω που ήταν έτοιμοι να τα παρατήσουν και να φύγουν, στο πλάι του
θαλάμου είδαν μικρά κασόνια το ένα
πάνω στο άλλο που τα είχε μισοσκεπάσει το χώμα. Σκέφτηκαν ότι αυτά σίγουρα θα
μπορούσαν να τα σηκώσουν, έτσι όρμησαν κι άρχισαν να σκάβουν με τα χέρια για να
βγάλουν έστω κι ένα κασόνι. Μετά από πολύ κόπο τα κατάφεραν, τράβηξαν το σκοινί
που είχε στο πλάι το μικρό κασόνι κι αυτό ελευθερώθηκε. Την ίδια στιγμή
ακούστηκε μεγάλος κρότος σαν κάτι να
έσπασε και χώματα άρχισαν να ξεχύνονται πάνω από τα κασόνια.
Τα παιδιά τρομαγμένα κάνανε δυο βήματα πίσω, τότε ακούστηκε ένας ακόμα
πιο μεγάλος κρότος και μαζί με τα χώματα έπεσε κι ένας ανθρώπινος σκελετός που ήταν σε εκείνο το σημείο θαμμένος. Το κρανίο του σκελετού κύλησε και
προσγειώθηκε μπροστά στα πόδια των έντρομων φίλων. Ο Βαγγέλης φώναξε δυνατά: «Το
φανταξό! Το φανταξό!» κι έτρεξε με όλη του την δύναμη προς στην έξοδο.
Ξοπίσω του ακολούθησε ο Μανώλης κλαίγοντας και φωνάζοντας. Ούτε κατάλαβαν πότε
έφτασαν έξω στο φως και μετά στα σπίτια τους. Μπήκανε κάτω από τα κρεβάτια τους
και δεν το κούνησαν από κει μέχρι την άλλη μέρα. Δεν ξαναπλησίασαν στην Αγία
Άννα, ούτε βέβαια είπανε σε κανένα τι κάνανε και τι είδανε εκείνο το
Αυγουστιάτικο μεσημέρι.
ΧΑ ΧΑ ΧΑ ...Σύντεκνε πολύ Καλό. Μία πολύ ωραία ιστορία για την τότε "αθωότητα "των παιδιών .
ΑπάντησηΔιαγραφή