ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΣΚΑΡΙ, ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΤΣΟΥΡΜΟ
ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΣΚΑΡΙ, ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΤΣΟΥΡΜΟ
Ο τόπος αυτός μοιάζει με καλοφτιαγμένο
σκαρί που το χτυπούνε καταιγίδες, ανεμοκύκλια και το περιτριγυρίζουν
αιμοδιψή θαλάσσια θεριά. Αντέχει
όμως γιατί γίγαντες πρωτομάστορες το
πελεκήσανε από αρχέγονα δέντρα κι είναι αρμοδεμένο με αίμα και λιβάνι. Έτσι
ρίχνεται άφοβο στα πελώρια κύματα των αιώνων και το ζηλεύουν θεοί και δαίμονες.
Το τσούρμο του, ένα μάτσο σαλεμένοι,
ξεμπέτωτοι, ηλιοκαμένοι αγίοι, θωρούνε τα άγρια θεριά να τους ζυγώνουν και
σκάνε στα γέλια, γροικούνε τον άνεμο να λυσσομανά και στένουνε πυρρίχιο χορό. Καθένας από το τσούρμο
τούτο, σαν γεννηθεί και ‘ποβυζάξει της μάνας του το γάλα, οι πρώτες λέξεις που
μαθαίνει είναι περηφάνια κι ευθύνη.
Οι πρώτες μυρωδιές που μπαίνουν στα ρουθούνια του είναι αυτές του έρωτα και του μπαρουτιού. Τα πρώτα του
νανουρίσματα είναι βυζαντινοί ύμνοι και
μοιρολόγια. Τα πρώτα όνειρα που θωρεί είναι γεμάτα μάχες, ήρωες και
θρήνους. Έτσι μεγαλώνει, ‘πομεστώνει, τα γένια του γίνονται άγρια τζουγκριά και τα λόγια του αετοί
που πετούνε ψηλά, ποτέ δεν χαμηλώνουν, ποτέ δεν φωλεύουν.
Οι λέξεις που πρωτόμαθε ακούγονται τώρα μέσα του σαν καμπάνες, «περηφάνια κι ευθύνη». Βαριές λέξεις,
ασήκωτο το μιγόμι που κουβαλεί και
κάθε ζάλο του, χώνεται βαθειά στη γη, μα κατέχει να στέκει ορθός εκεί που οι άλλοι
πέφτουν και μοιάζει με το μοναχό δεντρί
που το χτυπούν χιόνια, βροχές κι αυτό αντί να ξεραθεί, σοφουντώνει.
![]() |
...και μοίαζει με το μοναχό δεντρί... |
Ξέρει ότι για να δικαιούσαι να λες ότι είσαι περήφανος γι’ αυτό το
τσούρμο, πρέπει οι απόγονοί σου να είναι περήφανοι για σένα κι αυτή είναι η
μεγαλύτερη ευθύνη, το μεγαλύτερο χρέος, αυτό τον θρέφει, αυτό τον καταλεί κι
είναι η κάθε του ανάσα βαθύς στεναγμός που καίει.
Ακούει μέσα του προγόνους πότε να τραγουδούν, πότε να βλαστημούν και
νοιώθει το αίμα τους να στάζει και τα κόκκαλα τους να κρουταλούν. Αυτοί είναι
οι οδηγοί του, αυτοί είναι οι δάσκαλοι, αυτοί και οι δυνάστες του. Δεν κάνει
βήμα δίχως τους, δεν παίρνει καμία απόφαση χωρίς τη συμβουλή τους και δεν
κλείνουν τα βλέφαρά του τις νύχτες αν δεν πάρει την ευχή τους.
Με τον καιρό το μιγόμι της ευθύνης βαραίνει, σκαλώνουν απάνω του
κοπέλια, δικολογιά, γερόντοι,
άρρωστοι, πεινασμένοι κι όσο βαραίνει το φορτίο τόσο σηκώνει τη κεφαλή του πιο
ψηλά, τώρα όπου πατά ραΐζουν τα χαράκια.
Μα έχει στο νου του και το σκαρί,
μπορεί βέβαια να το ‘ποξεχνά όταν το πέλαγο της μοίρας είναι γαληνεμένο μα σαν
αγριέψει ο καιρός και κινδυνεύει να βουλιάξει, παρατάει χάμε το μιγόμι και
ρίχνεται στη μάχη με τα κύματα και τα θεριά γιατί το σκαρί βαστά αλυσοδεμένη
την ψυχή του με των Τιτάνων τα άλυτα
δεσμά.
Όταν σιμώσει πια το ηλιοβασίλεμα,
η αλμύρα έχει φάει τις σάρκες του, το αίμα του έχει ποτίσει τα μυριόχρονα ξύλα
και η αναπνιά του παίζει φτερό και χάνεται. Μοιρολογώντας, τον σηκώνουν πέντε μαυροφορεμένοι και τον αφήνουν
στην αγκαλιά του αφρισμένου πελάγου, μα η ψυχή του αθάνατη, άλιωτη δεν φεύγει
απ’ το σκαρί. Τη μια βαδίζει αργά στο αμπάρι, την άλλη βιγλίζει τον ορίζοντα
κρεμασμένη στο πιο ψηλό κατάρτι κι όταν είναι ήσυχη η βραδιά και το φεγγάρι
προβαίρνει ματωμένο, ακούγεται να φωνάζει σπαραχτικά:
«περηφάνια μωρέ κι ευθύνη».
(Ευχαριστώ τον Νίκο Νικολάου για την
εμπνευσμένη φωτογραφία του)
ΈΝΑ ΜΕΓΆΛΟ ΜΠΡΆΒΟ ΣΎΝΤΕΚΝΕ ΓΙΑ ΤΟ ΆΡΘΡΟ ΣΟΥ. ΜΌΝΟ ΥΠΕΡΗΦΆΝΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΌΠΟ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟΎΣ ΠΡΟΓΌΝΟΥΣ ΜΆΣ. 👍👍👍👍
ΑπάντησηΔιαγραφήΈΝΑ ΜΕΓΆΛΟ ΜΠΡΆΒΟ ΣΎΝΤΕΚΝΕ ΓΙΑ ΤΟ ΆΡΘΡΟ ΣΟΥ. ΜΌΝΟ ΥΠΕΡΗΦΆΝΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΌΠΟ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟΎΣ ΠΡΟΓΌΝΟΥΣ ΜΆΣ. 👍👍👍👍
ΑπάντησηΔιαγραφή